σπεῦδε, ταν δ'ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν.
-- Πίνδαρος, Πυθιονίκαις (3.61-62)
Αυτή η σκέπη της σιωπής, που τα πουλιά βαδίζουν,
Πάλλει στα πεύκα ανάμεσα κι ανάμεσα στους τάφους·
Πλάθει εκεί από φωτιά, το δίκαιο μεσημέρι,
Τη θάλασσα, τη θάλασσα, που ξαναρχίζει πάντα!
Σκέψης αποζημίωση εσύ,
Βλέμμα μου χωρίς όριο στη θεϊκή ηρεμία!
Τι μόχθος αναλώνεται από μυριάδες λάμψεις
Στων φευγαλέων των αφρών τα διαμαντένια πέπλα,
Και τι ειρήνης άπλωμα είναι αυτό που μοιάζει!
Σαν ένας ήλιος κρεμαστεί στης άβυσσου τα χείλη,
Σίγουρη γνώση τ' Όνειρο κι ο Χρόνος λαμπυρίζει,
Και είναι αυτά τα έργα αγνά, ενός σκοπού για πάντα.
Θησαυρέ μου βέβαιε, ναέ απλέ της Αθηνάς,
Μάζα γαλήνης κι απόθεμα ορατό, νερό
διερευνητικό και μάτι,
που μέσα σου φυλάς ύπνο βαθύ
Κάτω από φλόγινο πανί,
Σιωπή μου! Οικοδόμημα μες την ψυχή,
Στέγη χρυσή,
Με χίλια κεραμίδια, Σκέπη!
Χρόνου Ναός· ένας μονάχα στεναγμός
τον συνοψίζει,
Σκαρφαλώνω εκεί και συνηθίζω
το βλέμμα μου στη θάλασσα τριγύρω·
Κι όπως οι προσφορές μου στους θεούς οι ακριβές,
Το ήπιο φεγγοβόλημα ενσπείρει
Μια ουράνια σιγή αδιαφορίας.
Όπως το φρούτο λιώνει σε ηδονή,
Και ανταλλάσσει την απουσία του με γεύση
Μέσα στο στόμα οπου πεθαίνει η μορφή,
Έτσι κι εγώ εισπνέω εδώ τη μέλλουσά μου στάχτη.
Και τραγουδά ο ουρανός στην ξοδεμένη μου ψυχή,
Οτι η όχθη η βουερή πάντα αλλάζει.
Όμορφε ουρανέ, αληθινέ ουρανέ, κοίτα με που αλλάζω!
Μετά από τόση έπαρση, νωθρότητα παράξενη,
Μα υπόσχεση γεμάτη,
Στο φωτεινό κενό μ' αφήνω τώρα.
Πάνω στα σπίτια των νεκρών γλυστράει η σκιά μου,
Κι εγώ εξοικειώνομαι στ' αβέβαιο βάδισμά της.
Με την ψυχή πάνω στου θέρους την πυρά, σε υπομένω,
Δικαιοσύνη λιοπερίχυτη,
Πάνοπλη -- χωρίς έλεος,
Τρομερή!
Σου δωσα πίσω ακέραιη την πρότερή σου θέση:
Δες!...
Μα όταν το φως στη μια πλευρά το αποδίδεις,
Θρηνείς μαζί και της σκιάς την άλλη όψη.
Για μένα· σε μένα· τον ίδιο και μόνο,
Πλησίον μιας καρδιάς, κει που το ποίημα μου πηγάζει,
Ανάμεσα στο καθαρό συμβάν και το κενό,
Εκεί προσμένω την ηχώ
Του μέσα μου θριάμβου,
Μια στέρνα κρύα, βαθιά και ηχηρή,
«Δεν έχει κοίλο ακόμη για να βγει»,
Μες την ψυχή μου πάντοτε βουίζει!
Συ όμως, που τάχα πιάστηκες στα φύλλα,
Κόλπε π' αυτά τ'αδύναμα δεσμά καταβροχθίζεις,
Μυστικά εκτυφλωτικά, στα μάτια μου τα σφαλιστά,
Γνωρίζεις άραγε,
Ποιό σώμα για το ράθυμό του τέλος μ' εκπαιδεύει
Και ποιό κεφάλι το τραβά στων σκελετών τη χώρα;
Τους εκλιπόντες μου εκεί, μια σπίθα συλλογιέται.
Κλειστό, σεπτό, φωτιά χωρίς υπόσταση γεμάτο,
Ένα κομμάτι γης που πρόσφεραν στο φως--
Μ'αρέσει αυτό το μέρος, όπου δεσπόζουν οι δαυλοί,
Κι έχει φτιαχτεί
Από πέτρα, χρυσό και δέντρο σκοτεινό·
Πάνω στους ίσκιους τους βαθείς, τα μάρμαρα χορεύουν,
Κι η θάλασσά μου η πιστή, κοιμάται απά στους τάφους!
Σκύλα μου εξαίσια, διώξ' τους ειδωλολάτρες!
Όταν μονάχος με χαμόγελο ποιμένα,
Ωρες πολλές βοσκώ αμνούς μυστηριώδεις,
Το ποίμνιο το λευκόμαλλο των ήσυχών μου τάφων,
Τις περιστέρες τις προσεκτικές, κράτα τες μακριά τους,
Μακριά τα μάταια όνειρα, τους ύποπτους αγγέλους!
Σαν έρθει εδώ το αύριο, δε θέλει πια να φύγει,
Ελεύθερο το έντομο, σκαλίζει ξηρασία·
Κάηκαν όλα, διαλύθηκαν, τα πήρε ο αέρας,
Σε ποιά δεν ξέρω γύρισαν πανάρχαιη ουσία...
Είν' η ζωή απέραντη, στης απουσίας τη μέθη,
Και κάθε πίκρα είναι γλυκειά, και καθαρό το πνεύμα.
Le cimetière marin
Χρόνου Ναός· ένας μονάχα στεναγμός
τον συνοψίζει,
Σκαρφαλώνω εκεί και συνηθίζω
το βλέμμα μου στη θάλασσα τριγύρω·
Κι όπως οι προσφορές μου στους θεούς οι ακριβές,
Το ήπιο φεγγοβόλημα ενσπείρει
Μια ουράνια σιγή αδιαφορίας.
Όπως το φρούτο λιώνει σε ηδονή,
Και ανταλλάσσει την απουσία του με γεύση
Μέσα στο στόμα οπου πεθαίνει η μορφή,
Έτσι κι εγώ εισπνέω εδώ τη μέλλουσά μου στάχτη.
Και τραγουδά ο ουρανός στην ξοδεμένη μου ψυχή,
Οτι η όχθη η βουερή πάντα αλλάζει.
Όμορφε ουρανέ, αληθινέ ουρανέ, κοίτα με που αλλάζω!
Μετά από τόση έπαρση, νωθρότητα παράξενη,
Μα υπόσχεση γεμάτη,
Στο φωτεινό κενό μ' αφήνω τώρα.
Πάνω στα σπίτια των νεκρών γλυστράει η σκιά μου,
Κι εγώ εξοικειώνομαι στ' αβέβαιο βάδισμά της.
Με την ψυχή πάνω στου θέρους την πυρά, σε υπομένω,
Δικαιοσύνη λιοπερίχυτη,
Πάνοπλη -- χωρίς έλεος,
Τρομερή!
Σου δωσα πίσω ακέραιη την πρότερή σου θέση:
Δες!...
Μα όταν το φως στη μια πλευρά το αποδίδεις,
Θρηνείς μαζί και της σκιάς την άλλη όψη.
Για μένα· σε μένα· τον ίδιο και μόνο,
Πλησίον μιας καρδιάς, κει που το ποίημα μου πηγάζει,
Ανάμεσα στο καθαρό συμβάν και το κενό,
Εκεί προσμένω την ηχώ
Του μέσα μου θριάμβου,
Μια στέρνα κρύα, βαθιά και ηχηρή,
«Δεν έχει κοίλο ακόμη για να βγει»,
Μες την ψυχή μου πάντοτε βουίζει!
Συ όμως, που τάχα πιάστηκες στα φύλλα,
Κόλπε π' αυτά τ'αδύναμα δεσμά καταβροχθίζεις,
Μυστικά εκτυφλωτικά, στα μάτια μου τα σφαλιστά,
Γνωρίζεις άραγε,
Ποιό σώμα για το ράθυμό του τέλος μ' εκπαιδεύει
Και ποιό κεφάλι το τραβά στων σκελετών τη χώρα;
Τους εκλιπόντες μου εκεί, μια σπίθα συλλογιέται.
Κλειστό, σεπτό, φωτιά χωρίς υπόσταση γεμάτο,
Ένα κομμάτι γης που πρόσφεραν στο φως--
Μ'αρέσει αυτό το μέρος, όπου δεσπόζουν οι δαυλοί,
Κι έχει φτιαχτεί
Από πέτρα, χρυσό και δέντρο σκοτεινό·
Πάνω στους ίσκιους τους βαθείς, τα μάρμαρα χορεύουν,
Κι η θάλασσά μου η πιστή, κοιμάται απά στους τάφους!
Σκύλα μου εξαίσια, διώξ' τους ειδωλολάτρες!
Όταν μονάχος με χαμόγελο ποιμένα,
Ωρες πολλές βοσκώ αμνούς μυστηριώδεις,
Το ποίμνιο το λευκόμαλλο των ήσυχών μου τάφων,
Τις περιστέρες τις προσεκτικές, κράτα τες μακριά τους,
Μακριά τα μάταια όνειρα, τους ύποπτους αγγέλους!
Σαν έρθει εδώ το αύριο, δε θέλει πια να φύγει,
Ελεύθερο το έντομο, σκαλίζει ξηρασία·
Κάηκαν όλα, διαλύθηκαν, τα πήρε ο αέρας,
Σε ποιά δεν ξέρω γύρισαν πανάρχαιη ουσία...
Είν' η ζωή απέραντη, στης απουσίας τη μέθη,
Και κάθε πίκρα είναι γλυκειά, και καθαρό το πνεύμα.
***
Le cimetière marin
Μὴ, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον
σπεῦδε, ταν δ'ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν.
-- Pindare, Pythiques, III
Ce toit tranquille, où marchent des colombes,
Entre les pins palpite, entre les tombes;
Midi le juste y compose de feux
La mer, la mer, toujours recommencée!
O récompense après une pensée
Qu' un long regard sur le calme des dieux!
Quel pur travail de fins éclairs consume
Maint d'imperceptible écume,
Et quelle paix semble se concevoir!
Quand sur l'abîme un soleil se repose,
Ouvrages purs d'une éternelle cause,
Le Temps scintille et le Songe est savoir.
Stable trésor, temple simple à Minerve,
Masse de calme, et visible réserve,
Eau sourcilleuse, Oeil qui gardes en toi
Tant de sommeil sous un voile de flamme,
O mon silence!... Edifice dans l'âme,
Mais comble d'or aux mille tuiles, Toit!
Temple du Temps, qu'un seul soupir résume,
A ce point pur je monte et m'accoutume,
Tout entouré de mon regard marin;
Et comme aux dieux mon offrande suprême,
La scintillation sereine sème
Sur l'altitude un dédain souverain.
Comme le fruit se fond en jouissance,
Comme en délice il change son absence
Dans une bouche où sa forme se meurt,
Je hume ici ma future fumée,
Et le ciel chante à l'âme consumée
Le changement des rives en rumeur.
Beau ciel, vrai ciel, regarde-moi qui change!
Après tant d'orgueil, après tant d'étrange
Oisivité, mais pleine de pouvoir,
Je m'abandonne à ce brillant espace,
Sur les maisons des morts mon ombre passe
Qui m'apprivoise à son frêle mouvoir.
L'^âme exposée aux torches du solstice,
Je te soutiens, admirable justice
De la lumière aux armes sans pitié!
Je te rends pure à ta place première:
Regarde-toi!... Mais rendre la lumière
Suppose d'ombre une morne moitié.
O pour moi seul, à moi seul, en moi-même,
Auprès d'un coeur, aux sources du poème,
Entre le vide et l'évèment pur,
J'attends l'écho de ma grandeur interne,
Amère, sombre et sonore citerne,
Sonnant dans l'âme un creux toujours futur!
Sais-tu, fausse captive des feuillages,
Golfe mangeur de ces maigres grillages,
Sur mes yeux clos, secrets éblouissants,
Quel corps me traîne à sa fin paresseuse,
Quel front l'attire à cette terre osseuse?
Une étincelle y pense à mes absents.
Fermé, sacré, plein d'un feu sans matière,
Fragment terrestre offert à la lumière,
Ce lieu me plaît, dominé de flambeaux,
Composé d'or, de pierre et d'arbres sombres,
Où tant de marbre est tremblant sur tant d'ombres;
La mer fidèle y dort sur mes tombeaux!
Chienne splendide, écarte l'idolâtre!
Quand solitaire au sourire de pâtre,
Je pais longtemps, moutons mystérieux,
Le blanc troupeau de mes tranquilles tombes,
Eloignes-en les prudentes colombes,
Les songes vains, les anges curieux!
Ici venu, l'avenir est paresse.
L'insecte net gratte la sécheresse;
Tout est brûle, défait, reçu dans l'air
A je ne sais quelle sévère essence...
La vie est vaste, étant ivre d'absence,
Et l'amertume est douce, et l'esprit clair.
-------------------------------------------------
Paul Valery, Charmes (1922)
Μετάφραση: Γιώργος Κυρπιγιάν