Πέμπτη 25 Ιουνίου 2020

Το Ταξίδι, του Σαρλ Μπωντλαίρ

Charles Baudelaire, 1821-1867


Το Ταξίδι

Στον Maxime du Camp

Ι.
Για ένα παιδί που χάνεται σε χάρτες και εικόνες,
Το σύμπαν είναι μια σταλιά, στην άπειρη ορεξή του.
Α! Μεγάλος που 'ναι ο κόσμος στο φως του λυχναριού!
Μικρός που ειν' ο κόσμος μας στης θύμησης τα μάτια...

Αναχωρούμε ενα πρωί -- ο νους μας μες στις φλόγες,
Κι είν' η καρδιά μνησίκακη κι ο πόθος μας πικρός,
Και στον ρυθμό που μας τραβά, μας οδηγεί το κύμα,
Κι ένας μικρός ωκεανός λικνίζει το άπειρό μας:

Κάποιοι αφήνουν πίσω τους κακόφημη πατρίδα·
Κι άλλοι τον τρόμο του σπιτιού -- και είναι κι ορισμένοι,
Μάγοι των άστρων που ναυάγησαν στα μάτια μιας γυναίκας,
Σ' αρώματα επικίνδυνα, στη τυραννία μιας Κίρκης.

Μεθούν, απ'ουρανό κι ορίζοντες και φως,
Για να μη γίνουν κτήνη·
Κι ο πάγος που τους τρώει, ο ήλιος που τους ψήνει,
Σιγά σιγά θα σβήσουνε τα ίχνη των φιλιών.

Μα οι αληθινοί ταξιδευτές είναι εκείνοι, 
Που φεύγουν μόνο για να φύγουν·
Κείνοι με την ανάλαφρη καρδιά, που μοιάζει με μπαλόνι.
Στο πεπρωμένο τους μπροστά, αυτοί δεν κάνουν πίσω,
Και δίχως να ξέρουν το γιατί, πάντοτε λένε: Πάμε!

Έχουν οι πόθοι τους αυτών, το σχήμα των συννέφων,
Κι ονειρεύονται, σαν το νεούδι τα κανόνια,
Άγνωστες απολαύσεις, άστατες κι απέραντες.
Που τ' όνομά τους άνθρωπος δεν βρήκε ως τα τώρα!

II.
Μιμούμαστε, αλίμονο, τη σβούρα και τη μπάλα,
Τα βαλς τους και τα σάλτα τους· κι ακόμη και στον ύπνο
Της Περιέργειας το βάσανο σε στρόβιλο μας ρίχνει
Σαν ένας Άγγελος σκληρός, που μαστιγώνει μ' ήλιους.

Μοίρα παράξενη, που πάντα μας ξεφεύγει,
Κι αν πουθενά δεν στέκεται, παντού μπορεί να είναι!
Κι ο Άνθρωπος, που η ελπίδα του ποτέ δεν ξαποσταίνει,
Την κυνηγά σαν τον τρελό, ανάπαυση για να βρει!

Κι όλο σαλπάρει η ψυχή, τρικάταρτο καράβι,
Κι απ'την κουβέρτα αντηχεί: «Κοιτάξτε, η Ικαρία!»
Ψηλά απ'την κόφα μια φωνή, τρελή κι όλο λαχτάρα: 
«Να ο έρωτας... να η δόξα... να η ζωή!»
Στα μπάγκα όμως ξωκείλαμε -- κατάρα!

Σε κάθε σινιάλο για νησί που δίνουν απ΄την πλώρη
Το Πεπρωμένο υπόσχεται καινούργιο Ελντοράντο
Κι όλη τη νύχτα η Φαντασία ευελπιστεί,
Μα ούτε ύφαλος δεν φαίνεται στο πρώτο φως της μέρας.

Φτωχέ μου εραστή εσύ, χωρών που δεν υπάρχουν!
Σιδερόκλειστο στη θάλασσα πρέπει να σε ρίξουν;
Μέθυσε ναύτη, επινόησες την Αμερική -- 
Φάτα Μοργκάνα που την άβυσσο πικραίνει.

Τέτοιος ο γεροαλήτης μας λοιπόν, στη λάσπη βουτηγμένος,
Ονειρεύεται κι οσφρίζεται, ψάχνοντας παραδείσους·
Κι αν κάπου ένα μικρό κερί φωτίσει μια καλύβα,
Τα μαγεμένα μάτια του βρήκαν την Ουτοπία.

ΙΙΙ.
Ταξιδευτές εκπληκτικοί, διαβάζουμε ιστορίες
Μες στις βαθιές τις θάλασσες που έχετε για μάτια!
Της μνήμης το σεντούκι ανοίχτε μας και δείξτε μας τα πλούτη
Που χουν φτιαχτεί υπέροχα απ' άστρα και αιθέρα.

Ζητάμε να σαλπάρουμε -- χωρίς ατμό, χωρίς πανιά,
Της φυλακής μας για να σπάσουμε την πλήξη -- γι' αυτό
Απλώστε στις ψυχές μας των αναμνήσεων τον καμβά
Και στερεώστε τον στου ορίζοντα τα κάδρα.

Τι είδατε, λοιπόν; για πείτε...

IV.
«Είδαμ' αστέρια
Είδαμε κύματα και άμμους της ερήμου·
Και μόλα τ' απροσδόκητα και τις καταστροφές,
Πλήτταμε στα ταξίδια μας συχνά, όπως εδώ!

Σε θάλασσες μενεξεδί, η δόξα του ήλιου πάνω,
Η δόξα μιας μεγαλούπολης στου ήλιου το γέρμα μέσα,
Βαθιά μες στις καρδιές μας άναβαν παράξενη λαχτάρα:
Να βυθιστούμε σε ουρανούς με μαγικές ανταύγειες.

Μα οι πόλεις οι πιο πλούσιες, τα πιο τρανά τοπία,
Ποτέ τους δε μας έδωσαν τη μυστική ομορφιά,
Κείνη που φτιάχνουνε ψηλά, τα σύννεφα κι η τύχη
Και για όλα πάντα ο πόθος της μας κάνει σκεπτικούς!

--Είναι η απόλαυση που δίνει ισχύ στον πόθο.
Πόθε, δέντρο γέρικο που η ηδονή λιπαίνει,
Κι αν ο κορμός σου απόκαμε, σκληρός και ροζιασμένος,
Υψώνεις πάντα τα κλαδιά, να φτάσουνε τον ήλιο!

Δέντρο πιο αιωνόβιο κι από το κυπαρίσσι
Πόσο θα μεγαλώσεις; -- Μα έχουμε μεις κρατήσει
Για τ' αδηφάγο άλμπουμ σας, σκίτσα διαλεχτά,
Αδέρφια εσείς που σας τραβούν: όλα τα μακρινά!

Έχουμε μεις υποκλιθεί σε είδωλα ελεφάντων·
Σε θρόνους που φωτίζονταν από αστερισμούς·
Και σε παλάτια τόσο απόκοσμα και τόσο μαγικά
Που τ' όνειρό τους θα κανε τους πλούσιους φτωχούς·

Πολυτελή φορέματα -- μεθύσι για τα μάτια·
Γυναίκες με χρωματιστά τα δόντια και τα νύχια,
Και γητευτές πολύξερους, που φίδια ημερεύαν».

V.
Κι έπειτα; Κι έπειτα;!

VI.
Αχ, παιδικά μυαλά!

Ας μη ξεχάσουμε λοιπόν το πιο σημαντικό,
Αυτό που βρήκαμε παντού, χωρίς κανέναν κόπο,
Από ψηλά ως χαμηλά, 'πα στη μοιραία σκάλα,
Το θέαμα το πληκτικό μιας αμαρτίας αιώνιας:

Σκλάβα τη γυναίκα, αυτάρεσκη, ανόητη κι αχρεία,
Λατρεύεται δίχως να γελά, χωρίς αιδώ αγαπιέται·
Κι ο άντρας τύραννος σκληρός, άπληστος και χυδαίος,
Σκλάβος της σκλάβας του κι αυτός, στο βούρκο κυλισμένος·

Είδαμε δήμιους να γελούν και θύματα να κλαίνε·
Φιέστες να σκεπάζουνε μ' αρώματα το αίμα·
Της εξουσίας το ναρκωτικό τους ισχυρούς να θέλγει,
Και τον λαό τη βίτσα ν' αγαπά, που τον αποκτηνώνει·

Θρησκείες είδαμε πολλές, που μοιάζουν στη δική μας,
Να σκαρφαλώνουν όλες τους ψηλά, κι η Αγιοσύνη να ζητά,
Σαν κάποιον ευαίσθητο σε πουπουλένιο στρώμμα,
Απόλαυση και ηδονή 'πα σε καρφιά και τρίχες·

Την Ανθρωπότητα να φλυαρεί, στης δόξας το μεθύσι,
Και τώρα όπως και πρώτα της τρελή, και μες στην αγωνία,
Να αλαλάζει μανιασμένη στο Θεό:
"Ομοίωμα κι αφέντη μου, εγώ σε καταριέμαι!"

Κι όσους δεν είν' ανόητοι, μα αγαπούν την Τρέλα,
Να δραπετεύουν απ'το ποίμνιο που χει μαντρώσει η Μοίρα,
Βρίσκοντας καταφύγιο στις θάλασσες του οπίου!
-- Πάντοτ' αυτά είν' επίκαιρα σ' ολόκληρο τον κόσμο».

VII.
Γνώση πικρή παίρνει κανείς σε τούτο το ταξίδι!
Μικρός ο κόσμος και μονότονος, εικόνα του εαυτού μας,
Σήμερα και χθες και αύριο και πάντα:
Μια όαση τρομακτική μέσα σ' ερήμους πλήξης!

Να φύγουμε, λοιπόν; Να μείνουμε; Μείνε αν μπορείς·
Κι αν είν' ανάγκη, φύγε. Ένας κινεί κι άλλος λουφάζει
Από τον άγρυπνο για να κρυφτεί, σκληρό εχθρό -- τον Χρόνο!
Υπάρχουν κάποιοι, αλίμονο, που τρέχουν δίχως παύση,

Σας Ιουδαίοι περιπλανώμενοι και σαν τους Αποστόλους,
Που τίποτα δεν τους αρκεί, ούτε βαγόνι ούτε σκαρί,
Του άτιμου του κυνηγού τα δίχτυα ν' αποφύγουν· κι άλλοι
Που ξέρουν και τον σκοτώνουνε χωρίς να κινηθούν.

Κι όταν, τέλος, το πόδι του τη ράχη μας πατήσει,
Ακόμη θα ελπίζουμε, φωνάζοντας: Εμπρός!
Το ίδιο όπως άλλοτε, που φεύγαμε για Κίνα,
Με μάτια στον ορίζοντα κι αγέρα στα μαλλιά,

Μπαρκάρουμε ορθόπλωροι στις θάλασσες του Σκότους,
Με μια καρδιά χαρούμενη, καινούργιου ταξιδιώτη.
Ακούτε τούτες τις φωνές από γητειά και λύπη;
Σας λένε: «Δώθε εκείνος που θέλει να γευτεί

Λωτό ευωδιαστό! Τρυγήστε δω
Τους θαυμαστούς καρπούς π' ορέγεται η καρδιά σας·
Ελάτε απ'την παράξενη τη γλύκα και μεθύστε
Αυτού του απομεσήμερου, του δίχως τελειωμό!»

Αυτής της γνώριμης λαλιάς μαντεύουμε το σχήμα·
Κει κάτω ο Πυλάδης μας, ανοίγει αγκαλιά.
«Για να ξυπνήσεις την καρδιά, πλεύσε προς την Ηλέκτρα!»
Μας είπε κείνη π' άλλοτε φιλούσαμε τα πόδια.

VIII.
Ω καπετάνιε Θάνατε, έφτασε πια η ώρα! Βίρα τις άγκυρες!
Σαλπάρουμε γερο-Θάνατε, αυτή η Γη μας πλήττει!
Κι αν είναι μαύρος ο ουρανός κι η θάλασσα μελάνι,
Ξέρεις καλά πως στην καρδιά, έχουμε μόνο φως!

Ρίξε μας το φαρμάκι σου, γιατί μας δίνει θάρρος!
Και κάνει τούτη η φωτιά, που πυρπολεί το νου μας,
Να θέλουμε να πέσουμε στα χάη της αβύσσου· Κόλαση ή Παράδεισος, τι σημασία έχει;
Φτάνει στα βάθη τ' Άγνωστου, κάτι το νέο να βρούμε!

***

Le Voyage


À Maxime du Camp
I.
Pour l'enfant, amoureux de cartes et d'estampes,
L'univers est égal à son vaste appétit.
Ah! que le monde est grand à la clarté des lampes!
Aux yeux du souvenir que le monde est petit!


Un matin nous partons, le cerveau plein de flamme,
Le coeur gros de rancune et de désirs amers,
Et nous allons, suivant le rythme de la lame,
Berçant notre infini sur le fini des mers:


Les uns, joyeux de fuir une patrie infâme;
D'autres, l'horreur de leurs berceaux, et quelques-uns,
Astrologues noyés dans les yeux d'une femme,
La Circé tyrannique aux dangereux parfums.


Pour n'être pas changés en bêtes, ils s'enivrent
D'espace et de lumière et de cieux embrasés;
La glace qui les mord, les soleils qui les cuivrent,
Effacent lentement la marque des baisers.


Mais les vrais voyageurs sont ceux-là seuls qui partent
Pour partir; coeurs légers, semblables aux ballons,
De leur fatalité jamais ils ne s'écartent,
Et, sans savoir pourquoi, disent toujours: Allons!


Ceux-là dont les désirs ont la forme des nues,
Et qui rêvent, ainsi qu'un conscrit le canon,
De vastes voluptés, changeantes, inconnues,
Et dont l'esprit humain n'a jamais su le nom!


II
Nous imitons, horreur! la toupie et la boule
Dans leur valse et leurs bonds; même dans nos sommeils
La Curiosité nous tourmente et nous roule
Comme un Ange cruel qui fouette des soleils.


Singulière fortune où le but se déplace,
Et, n'étant nulle part, peut être n'importe où!
Où l'Homme, dont jamais l'espérance n'est lasse,
Pour trouver le repos court toujours comme un fou!


Notre âme est un trois-mâts cherchant son Icarie;
Une voix retentit sur le pont: «Ouvre l'oeil!»
Une voix de la hune, ardente et folle, crie:
«Amour... gloire... bonheur!» Enfer! c'est un écueil!


Chaque îlot signalé par l'homme de vigie
Est un Eldorado promis par le Destin;
L'Imagination qui dresse son orgie
Ne trouve qu'un récif aux clartés du matin.


Ô le pauvre amoureux des pays chimériques!
Faut-il le mettre aux fers, le jeter à la mer,
Ce matelot ivrogne, inventeur d'Amériques
Dont le mirage rend le gouffre plus amer?


Tel le vieux vagabond, piétinant dans la boue,
Rêve, le nez en l'air, de brillants paradis;
Son oeil ensorcelé découvre une Capoue
Partout où la chandelle illumine un taudis.


III
Etonnants voyageurs! quelles nobles histoires
Nous lisons dans vos yeux profonds comme les mers!
Montrez-nous les écrins de vos riches mémoires,
Ces bijoux merveilleux, faits d'astres et d'éthers.


Nous voulons voyager sans vapeur et sans voile!
Faites, pour égayer l'ennui de nos prisons,
Passer sur nos esprits, tendus comme une toile,
Vos souvenirs avec leurs cadres d'horizons.


Dites, qu'avez-vous vu?

IV
«Nous avons vu des astres
Et des flots, nous avons vu des sables aussi;
Et, malgré bien des chocs et d'imprévus désastres,
Nous nous sommes souvent ennuyés, comme ici.


La gloire du soleil sur la mer violette,
La gloire des cités dans le soleil couchant,
Allumaient dans nos coeurs une ardeur inquiète
De plonger dans un ciel au reflet alléchant.


Les plus riches cités, les plus grands paysages,
Jamais ne contenaient l'attrait mystérieux
De ceux que le hasard fait avec les nuages.
Et toujours le désir nous rendait soucieux!


— La jouissance ajoute au désir de la force.
Désir, vieil arbre à qui le plaisir sert d'engrais,
Cependant que grossit et durcit ton écorce,
Tes branches veulent voir le soleil de plus près!


Grandiras-tu toujours, grand arbre plus vivace
Que le cyprès? — Pourtant nous avons, avec soin,
Cueilli quelques croquis pour votre album vorace
Frères qui trouvez beau tout ce qui vient de loin!


Nous avons salué des idoles à trompe;
Des trônes constellés de joyaux lumineux;
Des palais ouvragés dont la féerique pompe
Serait pour vos banquiers un rêve ruineux;


Des costumes qui sont pour les yeux une ivresse;
Des femmes dont les dents et les ongles sont teints,
Et des jongleurs savants que le serpent caresse.»


V
Et puis, et puis encore?

VI
«Ô cerveaux enfantins!

Pour ne pas oublier la chose capitale,
Nous avons vu partout, et sans l'avoir cherché,
Du haut jusques en bas de l'échelle fatale,
Le spectacle ennuyeux de l'immortel péché:


La femme, esclave vile, orgueilleuse et stupide,
Sans rire s'adorant et s'aimant sans dégoût;
L'homme, tyran goulu, paillard, dur et cupide,
Esclave de l'esclave et ruisseau dans l'égout;


Le bourreau qui jouit, le martyr qui sanglote;
La fête qu'assaisonne et parfume le sang;
Le poison du pouvoir énervant le despote,
Et le peuple amoureux du fouet abrutissant;


Plusieurs religions semblables à la nôtre,
Toutes escaladant le ciel; la Sainteté,
Comme en un lit de plume un délicat se vautre,
Dans les clous et le crin cherchant la volupté;


L'Humanité bavarde, ivre de son génie,
Et, folle maintenant comme elle était jadis,
Criant à Dieu, dans sa furibonde agonie:
»Ô mon semblable, mon maître, je te maudis!«


Et les moins sots, hardis amants de la Démence,
Fuyant le grand troupeau parqué par le Destin,
Et se réfugiant dans l'opium immense!
— Tel est du globe entier l'éternel bulletin.»


VII
Amer savoir, celui qu'on tire du voyage!
Le monde, monotone et petit, aujourd'hui,
Hier, demain, toujours, nous fait voir notre image:
Une oasis d'horreur dans un désert d'ennui!


Faut-il partir? rester? Si tu peux rester, reste;
Pars, s'il le faut. L'un court, et l'autre se tapit
Pour tromper l'ennemi vigilant et funeste,
Le Temps! Il est, hélas! des coureurs sans répit,


Comme le Juif errant et comme les apôtres,
À qui rien ne suffit, ni wagon ni vaisseau,
Pour fuir ce rétiaire infâme; il en est d'autres
Qui savent le tuer sans quitter leur berceau.


Lorsque enfin il mettra le pied sur notre échine,
Nous pourrons espérer et crier: En avant!
De même qu'autrefois nous partions pour la Chine,
Les yeux fixés au large et les cheveux au vent,


Nous nous embarquerons sur la mer des Ténèbres
Avec le coeur joyeux d'un jeune passager.
Entendez-vous ces voix charmantes et funèbres,
Qui chantent: «Par ici vous qui voulez manger


Le Lotus parfumé! c'est ici qu'on vendange
Les fruits miraculeux dont votre coeur a faim;
Venez vous enivrer de la douceur étrange
De cette après-midi qui n'a jamais de fin!»


À l'accent familier nous devinons le spectre;
Nos Pylades là-bas tendent leurs bras vers nous.
«Pour rafraîchir ton coeur nage vers ton Electre!»
Dit celle dont jadis nous baisions les genoux.



VIII
Ô Mort, vieux capitaine, il est temps! levons l'ancre!
Ce pays nous ennuie, ô Mort! Appareillons!
Si le ciel et la mer sont noirs comme de l'encre,
Nos coeurs que tu connais sont remplis de rayons!


Verse-nous ton poison pour qu'il nous réconforte!
Nous voulons, tant ce feu nous brûle le cerveau,
Plonger au fond du gouffre, Enfer ou Ciel, qu'importe?
Au fond de l'Inconnu pour trouver du nouveau!

..........................................................
Charles Baudelaire, Les Fleurs du Mal, 1857
Μετάφραση: Γιώργος Κυρπιγιάν


Τετάρτη 3 Ιουνίου 2020

μια και το συναίσθημα είναι πρώτο, του E.E. Cummings

E.E. Cummings, 1894-1962


μια και το συναίσθημα είναι πρώτο

μια και το συναίσθημα είναι πρώτο
κείνος που δίνει προσοχή
στη σύνταξη των πραγμάτων
ποτέ δε θα σε φιλήσει ολάκερα•

ολάκερα για να ν' τρελός
όσο κρατά η Άνοιξη στον κόσμο

το αίμα μου εγκρίνει,
κι είναι καλύτερη μοίρα τα φιλιά 
απ'τη σοφία
κυρία ορκίζομαι σε όλα τα λουλούδια. Μην κλαίς
--το καλύτερο νεύμα του νου μου είναι πιο λίγο
απ'των βλεφαρίδων σου το πέταγμα που λέει

είμαστε ο ένας για τον άλλο:γι'αυτό
γέλα,γέρνοντας ξανά στην αγκαλιά μου
γιατί η ζωή δεν είν'παράγραφος

Και ο θάνατος θαρρώ δεν είναι παρένθεση


***

since feeling is first

since feeling is first
who pays any attention
to the syntax of things
will never wholly kiss you;

wholly to be a fool
while Spring is in the world

my blood approves,
and kisses are a better fate
than wisdom
lady i swear by all the flowers. Don't cry
--the best gesture of my brain is less than
your eyelids' flutter which says

we are for each other:then 
laugh,leaning back in my arms
for life's not a paragraph

And death i think is no parenthesis
 ----------------------------------------
ee cummings, since feeling is first, από τη συλλογή "is 5", 1926 
Μετάφραση: Γιώργος Κυρπιγιάν





Δευτέρα 1 Ιουνίου 2020

Αρθούρος Ρεμπώ, Μια εποχή στην Κόλαση (απόσπασμα)

Arthur Rimbaud, 1854-1891


ΑΝΤΙΟ

Φθινόπωρο κιόλας! -- Αλλά γιατί να μας λείπει ένας ήλιος αιώνιος, αν είμαστε ταγμένοι να βρούμε το θεϊκό φως, -- μακριά απ'τους ανθρώπους που πεθαίνουν μες στις εποχές.
Φθινόπωρο. Το καράβι μας, υψωμένο μες στις ακίνητες ομίχλες, γυρίζει προς το λιμάνι της δυστυχίας, τη γιγάντια πόλη με τον λερωμένο ουρανό από φωτιά και λάσπη. Α! τα φθαρμένα κουρέλια, το ψωμί που μούλιασε στη βροχή, το μεθύσι, οι χίλιοι έρωτες που με σταύρωσαν! Δεν θα σταματήσει λοιπόν αυτή η λάμια να βασιλεύει σ' εκατομμύρια ψυχές και σώματα νεκρά που θα κριθούν! Με θυμάμαι, με το δέρμα φαγωμένο απ'το πύο και την πανούκλα, με τα μαλλιά και τις μασχάλες γεμάτα σκουλήκια κι ακόμα πιο μεγάλα σκουλήκια στην καρδιά, ξαπλωμένος ανάμεσα σ' αγνώστους δίχως ηλικία, δίχως συναίσθημα... Θα μπορούσα να χα πεθάνει εκεί... Φριχτή ανάμνηση! Απεχθάνομαι τη δυστυχία.
Και τρέμω τον χειμώνα. Είναι η εποχή της ζεστασιάς.

-- Καμιά φορά φορά κοιτώ τον ουρανό και βλέπω απέραντες ακτές πλημμυρισμένες από έθνη χαρούμενα, ντυμένα στα λευκά. Πανωθέ μου ένα γιγάντιο χρυσό καράβι αρμενίζει, με τις πολύχρωμες σημαίες του ν' ανεμίζουν στην πρωινή αύρα. Δημιούργησα όλες τις γιορτές, όλους τους θριάμβους, όλα τα δράματα. Δοκίμασα να επινοήσω καινούργια λουλούδια, καινούργια αστέρια, καινούργια κορμιά, καινούργιες γλώσσες. Πίστεψα οτι απέκτησα δυνάμεις υπερφυσικές. Και τι κατάφερα; Πρέπει να θάψω τη φαντασία και τις αναμνήσεις μου! Η όμορφη δόξα του καλλιτέχνη και του παραμυθά πάει περίπατο!
Εγώ! εγώ που μ' έλεγα μάγο ή άγγελο, απαλλαγμένο από κάθε ηθική, γυρίζω στη γη μ' ένα καθήκον να επιτελέσω και μια σκληρή πραγματικότητα να αγκαλιάσω! Χωριάτης!
Μήπως πλανώμαι; Μήπως η καλοσύνη ήταν τελικά για μένα αδελφή του θανάτου;
Στο τέλος, θα ζητήσω συγγνώμη που τράφηκα με ψέμμα. Κι αυτό ήταν όλο.
Μα ούτε ένα χέρι φιλικό. Και πού να βρω βοήθεια;

Ναι, η ώρα που σημαίνει είναι τουλάχιστον αμείλικτη.
Διότι μπορώ να πω πως νίκησα: το τρίξιμο των δοντιών, ο συριγμός της φωτιάς, οι πικροί αναστεναγμοί κοπάζουν. Οι απαίσιες αναμνήσεις σβήνουν όλες. Φεύγουν κι οι τελευταίες τύψεις -- η ζήλεια για τους ζητιάνους, τους ληστές, τους φίλους του θανάτου, τους κάθε είδους καθυστερημένους. -- Καταραμένοι, αν έπαιρνα εκδίκηση!
Οφείλουμε να είμαστε απολύτως μοντέρνοι.
Όχι ύμνοι και παιάνες: απλά κράτα το κερδισμένο έδαφος. Σκληρή νύχτα! Το ξεραμένο αίμα αχνίζει στο πρόσωπό μου και δεν έχω τίποτα πίσω μου παρα μόνο αυτό το αξιοθρήνητο δεντράκι!... Ο πνευματικός αγώνας είναι εξίσου κτηνώδης με τις μάχες των ανθρώπων. Αλλά το όραμα της δικαιοσύνης είναι θέλημα Θεού και μόνο.
Κι όμως αναμένουμε. Ας δεχτούμε καταπρόσωπο τον άνεμο της ζωντάνιας και της αληθινής τρυφερότητας. Και την αυγή, με τρομερή υπομονή, θα μπούμε στις λαμπρές πολιτείες.
Κι εγώ που μιλούσα για χέρι αγαπημένο! Είναι καλό που μπορώ να γελώ με δικές μου παλιές αγάπες ψεύτικες, και να ντροπιάζω γύρω μου τα ψευτοζευγαράκια, -- είδα την κόλαση των γυναικών εκεί κάτω -- και θα δικαιούμαι, σε μια μόνο ψυχή και σ' ένα σώμα, να κατέχω την αλήθεια. 

***

ADIEU

L'automne déjà! -- Mais pourquoi regretter un éternel soleil, si nous sommes engagés à la découverte de la clarté divine, -- loin des gens qui mereunt sur les saisons.
L'automne. Notre barque élevée dans les brumes immobiles tourne vers le port de la misère, la cité énorme au ciel taché de feu et de boue. Ah! les haillons pourris, le pain trempé de pluie, l'ivresse, les milles amours qui m'ont crucifié! Elle ne finira donc point cette goule reine de millions des âmes et de corps morts et qui seront jugés! Je me revois la peau rongée par la boue et la peste, des vers plein les cheveux et les aiselles et encore de plus gros vers dans le coeur, étendu parmi les inconnus sans âge, sans sentiment... J'aurais pu y mourir... L' affreuse évocation! J'exècre la misère.
Et je redoute l'hiver parce que c'est la saison du comfort!
-- Quelquefois je vois au ciel des plages sans fin couvertes de blanches nations en joie. Un grand vaisseau d'or, au-dessus de moi, agite ses pavillons multicolores sous les brises du matin.
J'ai créé toutes les fêtes, tous les triomphes, tous les drames. J' ai essayé d' inventer de nouvelles fleurs, de nouveaux astres, de nouvelles chairs, de nouvelles langues. J'ai cru acquérir des pouvoirs surnaturels. Eh bien ! je dois enterrer mon imagination et mes souvenirs ! Une belle gloire d'artiste et de conteur emportée!
Moi! moi qui me suis dit mage ou ange, dispensé de toute morale, je suis rendu au sol, avec un devoir à chercher, et la réalité rugueuse à étreindre! Paysan!
Suis-je trompé? la charité serait-elle soeur de la mort, pour moi?
Enfin, je demanderai pardon pour m'être nourri de mensonge. Et allons.
Mais pas une main amie! et où puiser le secours?

Oui l'heure nouvelle est au moins très-sévère.
Car je puis dire que la victoire m'est acquise : les grincements de dents, les sifflements de feu, les soupirs empestés se modèrent. Tous les souvenirs immondes s'effacent. Mes derniers regrets détalent, - des jalousies pour les mendiants, les brigands, les amis de la mort, les arriérés de toutes sortes. - Damnés, si je me vengeais!
Il faut être absolument moderne.
Point de cantiques : tenir le pas gagné. Dure nuit! le sang séché fume sur ma face, et je n'ai rien derrière moi, que cet horrible arbrisseau!... Le combat spirituel est aussi brutal que la bataille d'hommes; mais la vision de la justice est le plaisir de Dieu seul.
Cependant c'est la veille. Recevons tous les influx de vigueur et de tendresse réelle. Et à l'aurore, armés d'une ardente patience, nous entrerons aux splendides villes.
Que parlais-je de main amie! Un bel avantage, c'est que je puis rire des vieilles amours mensongères, et frapper de honte ces couples menteurs, - j'ai vu l'enfer des femmes là-bas; - et il me sera loisible de posséder la vérité dans une âme et un corps.

-----------------------------------------------------------
Arthur Rimbaud, Une Saison en Enfer, 1873
Μετάφραση: Γιώργος Κυρπιγιάν



Δευτέρα 13 Απριλίου 2020

Πωλ Ελυάρ, [Je t'ai le dit pour les nuages]

Paul Eluard, 1895-1952


Στο είπα για τα σύννεφα
Στο είπα για το δέντρο της θάλασσας
Για κάθε κύμα για τα πουλιά στις φυλλωσιές
Για τα χαλίκια του θορύβου
Για τα γνώριμα χέρια
Για το μάτι που γίνεται πρόσωπο ή τοπίο
Και ο ύπνος του δίνει πίσω τον ουρανό του χρώματός του
Για όλη τη νύχτα που ήπιαμε
Για την καγκελόπορτα των δρόμων
Για τ' ανοιχτό παράθυρο για ένα μέτωπο ακάλυπτο
Στο είπα για τις σκέψεις σου για τα λόγια σου
Κάθε χάδι κάθε εμπιστοσύνη επιβιώνουν 

***

Je t'ai le dit pour les nuages
Je t'ai le dit pour l'arbre de la mer
Pour chaque vague pour les oiseaux dans les feuilles
Pour les cailloux du bruit
Pour les mains familières
Pour l' oeil qui devient visage ou paysage
Et le sommeil lui rend le ciel de sa couleur
Pour toute la nuit bue
Pour la grille des routes
Pour la fenêtre ouverte pour un front decouvert
Je te l'ai dit pour tes pensées pour tes paroles
Toute caresse toute confiance se survivent 

---------------------------------------------
Paul Eluard, L' Amour la Poésie (1929)
Μετάφραση: Γιώργος Κυρπιγιάν

Σάββατο 11 Απριλίου 2020

Ουρλιαχτό, του Άλεν Γκίνζμπεργκ [γ' μέρος]



ΙΙΙ
Καρλ Σόλομον! Είμαι μαζί σου στο Rockland
εκεί που είσαι πιο τρελός από μένα
Είμαι μαζί σου στο Rockland
εκεί που πρέπει να νοιώθεις πολύ παράξενα
Είμαι μαζί σου στο Rockland
εκεί που μιμείσαι τη σκιά της μητέρας σου
Είμαι μαζί σου στο Rockland
εκεί που δολοφόνησες τις δώδεκα γραμματείς σου
Είμαι μαζί σου στο Rockland
εκεί που γελάς μ΄ αυτό το αόρατο χιούμορ
Είμαι μαζί σου στο Rockland
εκεί που είμαστε μεγάλοι συγγραφείς στην ίδια ζοφερή γραφομηχανή
Είμαι μαζί σου στο Rockland
εκεί που η κατάστασή σου έχει γίνει κρίσιμη και το λένε στο ραδιόφωνο
Είμαι μαζί σου στο Rockland
εκεί που στις σχολές του κρανίου δεν γίνονται δεκτά τα σκουλήκια των αισθήσεων
Είμαι μαζί σου στο Rockland
εκεί που σου δίνουν το τσάι από τα στήθια τους γεροντοκόρες της Utica
Είμαι μαζί σου στο Rockland
εκεί που κάνεις λογοπαίγνια με των νοσοκόμων σου τα σώματα τις άρπυιες του Μπρονξ
Είμαι μαζί σου στο Rockland
εκεί που ουρλιάζεις με ζουρλομανδύα πως χάνεις το παιχνίδι του πραγματικού πινγκ-πονγκ της αβύσσου
Είμαι μαζί σου στο Rockland
εκεί που χτυπιέσαι στο κατατονικό πιάνο η ψυχή είναι αθώα κι αθάνατη ποτέ δεν θα πρεπε ανίερα να πεθαίνει σ'ένα οπλισμένο τρελάδικο
Είμαι μαζί σου στο Rockland
εκεί που πενήντα και πλέον ηλεκτροσόκ δεν θα σου επιστρέψουν την ψυχή πίσω ξανά στο σώμα της από το προσκύνημα σ'έναν σταυρό στο κενό
Είμαι μαζί σου στο Rockland
εκεί που κατηγορείς τους γιατρούς σου για παράνοια και σχεδιάζεις μυστικά την Εβραϊκή σοσιαλιστική επανάσταση ενάντια στον φασιστικό εθνικό Γολγοθά
Είμαι μαζί σου στο Rockland
εκεί που σχίζεις στα δυο τους ουρανούς του Long Island και ανασταίνεις τον ζωντανό ανθρώπινό σου Ιησού μέσ'απ'τον υπεράνθρωπο τάφο
Είμαι μαζί σου στο Rockland
εκεί που αγκαλιάζουμε και φιλάμε τις Ηνωμένες Πολιτείες κάτω από τα σεντόνια μας τις Ηνωμένες Πολιτείες που βήχουν όλη νύχτα και δεν μας αφήνουν να κοιμηθούμε
Είμαι μαζί σου στο Rockland
εκεί που ξυπνάμε ηλεκτρισμένοι από το κώμα ακούγοντας τα αεροπλάνα των ψυχών μας να βρυχώνται πάνω απ'τη στέγη έχουν έρθει να ρίξουν αγγελικές βόμβες το νοσοκομείο φωταγωγείται φανταστικοί τοίχοι καταρρέουν Ω κοκκαλιάριες λεγεώνες τρεχάτε έξω Ω αστροκεντημένο σοκ του ελέους ο αιώνιος πόλεμος είναι εδώ Ω νίκη ξέχνα τα εσώρουχά σου είμαστε ελεύθεροι
Είμαι μαζί σου στο Rockland
στα όνειρά μου περπατάς στἀζοντας από θαλασσινό ταξίδι στον αυτοκινητόδρομο και διασχίζεις την Αμερική γεμάτος δάκρυα, ως την καλύβα μου μέσα στη Δυτική νύχτα

Σαν Φρανσίσκο, 1955-1956

***

III
Carl Solomon! I’m with you in Rockland
   where you’re madder than I am
I’m with you in Rockland
   where you must feel very strange
I’m with you in Rockland
   where you imitate the shade of my mother
I’m with you in Rockland
   where you’ve murdered your twelve secretaries
I’m with you in Rockland
   where you laugh at this invisible humor
I’m with you in Rockland
   where we are great writers on the same dreadful typewriter
I’m with you in Rockland
   where your condition has become serious and is reported on the radio
I’m with you in Rockland
   where the faculties of the skull no longer admit the worms of the senses
I'm with you in Rockland
   where you drink the tea of the breasts of the spinsters of Utica
I’m with you in Rockland
   where you pun on the bodies of your nurses the harpies of the Bronx
I’m with you in Rockland
   where you scream in a straightjacket that you’re losing the game of the actual pingpong of the abyss
I’m with you in Rockland
   where you bang on the catatonic piano the soul is innocent and immortal it should never die ungodly in an armed madhouse
I’m with you in Rockland
   where fifty more shocks will never return your soul to its body again from its pilgrimage to a cross in the void
I’m with you in Rockland
   where you accuse your doctors of insanity and plot the Hebrew socialist revolution against the fascist national Golgotha
I’m with you in Rockland
   where you will split the heavens of Long Island and resurrect your living human Jesus from the superhuman tomb
I’m with you in Rockland
   where there are twentyfive thousand mad comrades all together singing the final stanzas of the Internationale
I’m with you in Rockland
   where we hug and kiss the United States under our bedsheets the United States that coughs all night and won’t let us sleep
I’m with you in Rockland
   where we wake up electrified out of the coma by our own souls’ airplanes roaring over the roof they’ve come to drop angelic bombs the hospital illuminates itself    imaginary walls collapse    O skinny legions run outside    O starry-spangled shock of mercy the eternal war is here    O victory forget your underwear we’re free
I’m with you in Rockland
   in my dreams you walk dripping from a sea-journey on the highway across America in tears to the door of my cottage in the Western night

San Francisco, 1955-1956

---------------------------------------------------------
Allen Ginsberg, Howl and Other Poems (1956)
Μετάφραση: Γιώργος Κυρπιγιάν
 

Παρασκευή 10 Απριλίου 2020

Ουρλιαχτό, του Άλεν Γκίνζμπεργκ [β' μέρος]



ΙΙ
Ποιά σφίγγα από τσιμέντο κι αλουμίνιο έθραυσε τα κρανία τους κι έφαγε τα μυαλά και τη φαντασία τους;
Μολώχ! Μοναξιά! Βρωμιά! Ασχήμια! Σκουπίδια κι απρόσιτα δολάρια! Παιδιά που ουρλιάζουν κάτω από σκάλες! Αγόρια που σιγοκλαίνε στους στρατούς! Γέροι που θρηνούν στα πάρκα!
Μολώχ! Μολώχ! Εφιάλτης του Μολώχ! Μολώχ ο άκαρδος! Πνευματικός Μολώχ! Μολώχ ο βαρύς κριτής των ανθρώπων!
Μολώχ η ακατάληπτη φυλακή! Μολώχ θανατερό άψυχο κελί και Κογκρέσο των πόνων! Μολώχ που τα κτίριά του είναι δίκη! Μολώχ η γιγάντια πέτρα του πολέμου! Μολώχ οι παραλυμένες κυβερνήσεις!
Μολώχ που ο νους του είναι σκέτη μηχανή! Μολώχ που το αίμα του είναι τρεχούμενο χρήμα! Μολώχ που τα δάχτυλά του είναι δέκα στρατιές! Μολώχ που τα στήθη του είναι ένα δυναμό κανίβαλων! Μολώχ που το αφτί του είναι καπνισμένος τάφος!
Μολώχ που τα μάτια του είναι χίλια κλειστά παράθυρα! Μολώχ που οι ουρανοξύστες του στέκονται σε μακριούς δρόμους σαν ατέλειωτοι Γιαχβέδες! Μολώχ που τα εργοστάσιά του ονειρεύονται και κοάζουν στην ομίχλη! Μολώχ που οι καμινάδες και οι κεραίες του στεφανώνουν τις πόλεις!
Μολώχ που η αγάπη του είναι ατέλειωτο πετρέλαιο και πέτρα! Μολώχ που η ψυχή του είναι ηλεκτρισμός και τράπεζες! Μολώχ που η φτώχεια του είναι το φάντασμα της ευφυίας! Μολώχ που η μοίρα του είναι ένα σύννεφο σεξουαλικά στερημένου υδρογόνου! Μολώχ που το όνομά του είναι Νους!
Μολώχ μέσα στον οποίο κάθομαι μόνος! Μολώχ μέσα στον οποίο ονειρεύομαι Αγγέλους! Τρελός μες στον Μολώχ! Κορόιδο μες στον Μολώχ! Χωρίς αγάπη κι άντρα μέσα στον Μολώχ!
Μολώχ που μπήκε στην ψυχή μου από νωρίς! Μολώχ μες στον οποίο είμαι συνείδηση δίχως σώμα! Μολώχ που με κυνήγησε από τη φυσική μου έκσταση! Μολώχ που εγκαταλείπω! Ξυπνώ μες στον Μολώχ! Φως που ρέει από τον ουρανό!
Μολώχ! Μολώχ! Διαμερίσματα-ρομπότ! αόρατα προάστια! σκελετωμένοι θησαυροί! τυφλές πρωτεύουσες! δαιμονικές βιομηχανίες! φασματικά έθνη! ανίκητα τρελοκομεία! γρανιτένιες πούτσες! τερατώδεις βόμβες!
Έσπασαν τις πλάτες τους να κουβαλούν τον Μολώχ στον Παράδεισο! Πεζοδρόμια, δέντρα, ραδιόφωνα, τόνοι! να κουβαλούν την πόλη στον Παράδεισο, που υπάρχει και είναι παντού γύρω μας!
Οράματα! οιωνοί παραισθήσεις! θαύματα! εκστάσεις! τα πήρε όλα το Αμερικάνικο ποτάμι!
Όνειρα! λατρείες! εκλάμψεις! θρησκείες! ένα καράβι ευαίσθητες μαλακίες!
Υπερβάσεις! πάνω από το ποτάμι! ναυάγια και σταύρωση! τα πήρε όλα η πλημμύρα! Μαστούρες! Επιφοιτήσεις! Απελπισίες! Δέκα χρόνια ζωώδεις κραυγές κι αυτοκτονίες! Διάνοιες! Νέοι έρωτες! Τρελή γενιά! όλα τσακισμένα στα βράχια του Χρόνου!
Πραγματικό άγιο γέλιο στο ποτάμι! Γιατί αυτοί είδαν! τα άγρια μάτια! τα αγιασμένα φωναχτά! κι αποχαιρέτησαν! Πήδηξαν από τις ταράτσες! στη μοναξιά! γνέφοντας! κρατώντας λουλούδια! Κάτω στο ποτάμι! και μέσα στον δρόμο! 

***

ΙΙ
What sphinx of cement and aluminum bashed open their skulls and ate up their brains and imagination?
Moloch! Solitude! Filth! Ugliness! Ashcans and unobtainable dollars! Children screaming under the stairways! Boys sobbing in armies! Old men weeping in the parks!
Moloch! Moloch! Nightmare of Moloch! Moloch the loveless! Mental Moloch! Moloch the heavy judger of men!
Moloch the incomprehensible prison! Moloch the crossbone soulless jailhouse and Congress of sorrows! Moloch whose buildings are judgment! Moloch the vast stone of war! Moloch the stunned governments!
Moloch whose mind is pure machinery! Moloch whose blood is running money! Moloch whose fingers are ten armies! Moloch whose breast is a cannibal dynamo! Moloch whose ear is a smoking tomb!
Moloch whose eyes are a thousand blind windows! Moloch whose skyscrapers stand in the long streets like endless Jehovahs! Moloch whose factories dream and croak in the fog! Moloch whose smoke-stacks and antennae crown the cities!
Moloch whose love is endless oil and stone! Moloch whose soul is electricity and banks! Moloch whose poverty is the specter of genius! Moloch whose fate is a cloud of sexless hydrogen! Moloch whose name is the Mind!
Moloch in whom I sit lonely! Moloch in whom I dream Angels! Crazy in Moloch! Cocksucker in Moloch! Lacklove and manless in Moloch!
Moloch who entered my soul early! Moloch in whom I am a consciousness without a body! Moloch who frightened me out of my natural ecstasy! Moloch whom I abandon! Wake up in Moloch! Light streaming out of the sky!
Moloch! Moloch! Robot apartments! invisible suburbs! skeleton treasuries! blind capitals! demonic industries! spectral nations! invincible madhouses! granite cocks! monstrous bombs!
They broke their backs lifting Moloch to Heaven! Pavements, trees, radios, tons! lifting the city to Heaven which exists and is everywhere about us!
Visions! omens! hallucinations! miracles! ecstasies! gone down the American river!
Dreams! adorations! illuminations! religions! the whole boatload of sensitive bullshit!
Breakthroughs! over the river! flips and crucifixions! gone down the flood! Highs! Epiphanies! Despairs! Ten years’ animal screams and suicides! Minds! New loves! Mad generation! down on the rocks of Time!
Real holy laughter in the river! They saw it all! the wild eyes! the holy yells! They bade farewell! They jumped off the roof! to solitude! waving! carrying flowers! Down to the river! into the street!

-------------------------------------------------
Allen Ginsberg, Howl And Other Poems (1956)
Μετάφραση: Γιώργος Κυρπιγιάν


Τετάρτη 8 Απριλίου 2020

Ουρλιαχτό, του Άλεν Γκίνζμπεργκ [α' μέρος]

Allen Ginsberg, 1926-1997


Ουρλιαχτό
   Για τον Καρλ Σόλομον

I
Είδα τα καλύτερα μυαλά της γενιάς μου κατεστραμμένα από την τρέλα, πεινασμένα υστερικά γυμνά,
να σέρνονται μέσ' απ'τους νέγρικους δρόμους την αυγή γυρεύοντας μια θυμωμένη δόση,
αγγελόμορφους χίπστερ να καίγονται για την αρχαία ουράνια σύνδεση με το αστρικό δυναμό μέσα στη μηχανή της νύχτας,
που με φτώχεια και κουρέλια και άδεια μάτια και φτιαγμένοι στάθηκαν να καπνίσουν στο υπερφυσικό σκοτάδι σε διαμερίσματα χωρίς ζεστό νερό πλέοντας στις κορυφές της πόλης συλλογιζόμενοι την τζαζ,
που κουβάλησαν τα μυαλά τους στους Ουρανούς υπό τη σκέπη του Ελ και είδαν Μωαμεθανούς αγγέλους να τρεκλίζουν σε ταράτσες λουσμένοι στο φως,
που πέρασαν από πανεπιστήμια μ'ακτινοβόλα ήρεμα μάτια και παραισθήσεις για το Αρκάνσας και την τραγωδία στον Μπλέηκ ανάμεσα στους ειδήμονες του πολέμου,
που αποβλήθηκαν από τις ακαδημίες για τρέλα & έκδοση άσεμνων ωδών στα παράθυρα του κρανίου,
που ζάρωσαν σ'αξύριστα δωμάτια φορώντας μόνο εσώρουχα, καίγοντας τα λεφτά τους σε σκουπιδοτενεκέδες κι ακούγοντας τον Τρόμο μέσ' απ'τον τοίχο,
που τους έπιασαν όταν ακόμη βγάζαν τρίχες ενώ γύριζαν μέσω Laredo στη Νέα Υόρκη με μια ζώνη γεμάτη μαριχουάνα,
που έφαγαν φωτιά σε βαμμένα ξενοδοχεία ή κατάπιαν νέφτι στο Στενό του Παραδείσου, θάνατος, ή κόλαζαν τα κορμιά τους νύχτες και νύχτες,
με όνειρα, με ναρκωτικά, με ζωντανούς εφιάλτες, αλκοόλ και πούτσο κι ατέλειωτα αρχίδια,
ασύγκριτοι δρόμοι στο πουθενά από τρεμάμενο σύννεφο κι αστραπή στο μυαλό να πηδά στους πόλους του Καναδά & του Πάτερσον, φωτίζοντας όλον τον ακίνητο κόσμο του Χρόνου ανάμεσά τους,
στιβαρότητες του πεγιότ σε αίθουσες, αυγές νεκροταφείου από πράσινα δέντρα της πίσω αυλής, μεθύσι από κρασί πάνω απ'τις οροφές, δήμοι της βιτρίνας σε άγριες βόλτες με χασίς και τα φανάρια νέον ν'αναβοσβήνουν, ήλιος και φεγγάρι και κραδασμοί δέντρων στα βρυχώμενα χειμωνιάτικα δειλινά του Μπρούκλιν, φλυαρίες του τίποτα κι ευγενικό βασιλόφως του μυαλού,
που αλυσοδέθηκαν σε υπόγειους σιδηρόδρομους για την ατέλειωτη διαδρομή απ'το Battery στο Άγιο Μπρονξ υπό την επήρεια βενζεδρίνης ώσπου ο θόρυβος από ρόδες και παιδιά τους έριξαν χάμω τρέμοντας με στόμα στεγνό χτυπημένους μέχρι να μείνουν χωρίς μυαλό, όλα χωρίς λάμψη πια στο ζοφερό φως του Ζωολογικού Κήπου,
που βυθίστηκαν όλη νύχτα στο υποβρύχιο φως του Bickford, αναδύθηκαν και κάθησαν μέσα στο απόγευμα της μπαγιάτικης μπύρας στο ερημωμένο Fugazzi, ακούγοντας τη ρωγμή του χαμού στο τζουκμποξ του υδρογόνου,
που επί εβδομήντα ώρες μιλούσαν συνεχώς από πάρκο σε μαξιλάρι στο Bellevue στο μουσείο στη Γέφυρα του Μπρούκλιν,
χαμένο τάγμα πλατωνικών λογάδων που πηδούσαν σκυφτοί από τις σκάλες κινδύνου, από περβάζια, από το Empire State έξω απ' το φεγγάρι,
φλυαρώντας, ουρλιάζοντας, ξερνώντας, ψιθυρίζοντας γεγονότα και μνήμες κι ανέκδοτα και χάρματα οφθαλμών και σοκ των νοσοκομείων και των φυλακών και των πολέμων, 
ολόκληρες διάνοιες που τις ξέρασαν σε ολική επαναφορά για επτά μέρες και νύχτες με λαμπρά μάτια, κρέας για τη συναγωγική κάστα του πεζοδρομίου,
που χάθηκαν στο Ζεν του πουθενά στο New Jersey αφήνοντας πίσω τους ένα διφορούμενο μονοπάτι από καρτ-ποστάλ που έδειχναν το δημαρχείο του Ατλάντικ Σίτυ, υποφέροντας από Ανατολικές εφιδρώσεις και αρθριτικά της Ταγγέρης και ημικρανίες της Κίνας και στερητικό σύνδρομο στο ζοφερό επιπλωμένο δωμάτιο του Νιούαρκ,
που περιπλανήθηκαν πέρα δώθε τα μεσάνυχτα στο αμαξοστάσιο των τρένων, αναρωτώμενοι πού να πάνε, και πήγαν, χωρίς ν'αφήσουν πίσω τους ραγισμένες καρδιές,
που άναψαν τσιγάρα σε βαγόνια βαγόνια βαγόνια διασχίζοντας με θόρυβο το χιόνι για μοναχικές φάρμες στη γέρικη νύχτα,
που μελέτησαν Πλωτίνο Πόε Άγιο Ιωάννη του Σταυρού τηλεπάθεια και μποπ καμπάλα γιατί το σύμπαν δονούνταν ενστικτωδώς κάτω απ' τα πόδια τους στο Κάνσας,
που τριγυρνούσαν μοναχοί στους δρόμους του Idaho ψάχνοντας οραματιστές ινδιάνους αγγέλους που ήταν οραματιστές ινδιάνοι άγγελοι,
που σκέφτηκαν πως είναι απλώς τρελοί όταν η Βαλτιμόρη φεγγοβολούσε σε υπερφυσική έκσταση,
που πήδησαν σε λιμουζίνες με τον Κινέζο της Οκλαχόμα ωθούμενοι από τη χειμωνιάτικη βροχή του μεσονυχτίου στα φώτα του δρόμου της μικρής πόλης,
που διέσχισαν μόνοι και πεινασμένοι το Χιούστον ψάχνοντας τζαζ ή σεξ ή σούπα, και ακολούθησαν τον λαμπρό Ισπανό για να συζητήσουν για την Αμερική και την Αιωνιότητα, ανέλπιδος στόχος, κι έτσι πήραν το πλοίο για την Αφρική,
που εξαφανίστηκαν στα ηφαίστεια του Μεξικό αφήνοντας πίσω τους μόνο τη σκιά μιας εργατικής φόρμας και τη λάβα και τη στάχτη της ποίησης σκορπισμένη στο τζάκι που λέγεται Σικάγο,
που επανεμφανίστηκαν στη Δυτική Ακτή ερευνώντας το FBI με γένεια και κοντά παντελόνια και μεγάλα ειρηνιστικά μάτια σέξυ με το σκούρο τους δέρμα μοιράζοντας ακαταλαβίστικα φυλλάδια,
που έσβηναν τσιγάρα στα χέρια τους διαμαρτυρόμενοι για τη ναρκωτική θολούρα του καπνού του Καπιταλισμού,
που μοίρασαν Υπερκομμουνιστικές μπροσούρες στη Union Square κλαίγοντας και βγάζοντας τα ρούχα τους ενώ οι σειρήνες του Λος Άλαμος τους έκαναν να θρηνούν, και θρηνούσαν το Τείχος, και το φέρυ μποτ του Staten Island θρηνούσε κι αυτό,
που κατέρρευσαν κλαίγοντας σε λευκά γυμναστήρια γυμνοί και τρέμοντας μπροστά στη μηχανή άλλων σκελετών,
που δάγκωσαν αστυνομικούς στο λαιμό και στρίγκλισαν ηδονικά μέσα σε περιπολικά, χωρίς να έχουν διαπράξει κανένα έγκλημα παρά μόνο τη δική τους άγρια παιδεραστεία και μέθη,
που ούρλιαξαν πεσμένοι στα γόνατα στον ηλεκτρικό και τους έσυραν από την οροφή ενώ ανέμιζαν τα γεννητικά τους όργανα και χειρόγραφα,
που αφέθηκαν να γαμηθούν στον κώλο από μοτοσυκλετιστές αγίους, και κραύγασαν με χαρά,
που πίπωσαν και πιπώθηκαν από εκείνα τα ανθρώπινα σεραφείμ, τους ναύτες, χάδια του Ατλαντικού και Καραϊβικού έρωτα,
που χόρεψαν το πρωί τα βράδια σε κήπους με τριαντάφυλλα και στο γρασίδι των δημόσιων πάρκων και στα νεκροταφεία σκορπίζοντας το σπέρμα τους ελεύθερα σε όποιον τύχαινε να θέλει,
που τους έπιανε ατελείωτος λόξυγγας προσπαθώντας να γελάσουν, αλλά κατέληξαν μ'ένα αναφιλητό πίσω από ένα διαχωριστικό σ' ένα Τούρκικο Χαμάμ όταν ο ξανθός & γυμνός άγγελος ήρθε και τους τρύπησε μ' ένα ξίφος, 
που έχασαν τους εραστές τους από τις τρεις γριές μέγαιρες της μοίρας, τη μονόφθαλμη μέγαιρα του ετεροφυλόφιλου δολαρίου τη μονόφθαλμη μέγαιρα που γνέφει έξω απ΄τη μήτρα και τη μονόφθαλμη μέγαιρα που δεν κάνει τίποτε άλλο πέρα απ'το να κάθεται και να κόβει τις πνευματικές χρυσές χορδές του αργαλειού του τεχνίτη,
που συνευρίσκονταν εκστατικοί κι αχόρταγοι μ' ένα μπουκάλι μπύρα μια αγαπούλα ένα πακέτο τσιγάρα ένα κερί κι έπεφταν απ' το κρεββάτι, και συνέχιζαν στο πάτωμα και στον διάδρομο και κατέληξαν να λιποθυμούν στον τοίχο μ'ένα όραμα απόλυτου μουνιού και τέλειωναν γλυτώνοντας την τελευταία εκσπερμάτωση συνείδησης,
που γλύκαναν τα μουνάκια ενός εκατομμυρίου κοριτσιών τρέμοντας στο ηλιοβασίλεμα, κι είχαν κόκκινα μάτια το πρωί αλλά ετοιμάζονταν να γλυκάνουν το μουνάκι της αυγής, δείχνοντας τον πισινό τους κάτω από αχυρώνες και κολυμπώντας γυμνοί στις λίμνες,
που ξαμολύθηκαν εκπορνευόμενοι στο Κολοράντο σε μυριάδες κλεμμένα αυτοκίνητα της νύχτας, N.C. τα αρχικά του, μυστικός ήρωας αυτών εδώ των ποιημάτων, γαμιάς και Άδωνις του Ντένβερ -- αιωνία η μνήμη των αμέτρητων συνευρέσεών του με κορίτσια σε άδεια πάρκινγκ & πίσω από εστιατόρια, σε χαλασμένα καθίσματα του σινεμά, σε βουνοκορφές σε σπηλιές ή με λιπόσαρκες σερβιτόρες σε γνώριμες μοναχικές άκρες του δρόμου και σηκωμένα μεσοφόρια & ειδικά σε μυστικά βενζινάδικα σολιψισμοί του τέλειου άντρα & σοκάκια της γενέτειρας πόλης του επίσης,
που βάρυναν τα μάτια τους σ' ατέλειωτες και ποταπές ταινίες, γλίστρησαν στ΄όνειρο, ξύπνησαν σ'ένα αιφνίδιο Μανχάταν, και βγήκαν έξω από τα υπόγεια ζαλισμένοι απ'τ' άκαρδο Tokay και τους τρόμους των σιδηρών ονείρων της Τρίτης Λεωφόρου & κίνησαν παραπατώντας για τα γραφεία ευρέσεως εργασίας,
που περπάτησαν όλη τη νύχτα με τα παπούτσια τους γεμάτα αίμα στις χιονισμένες προκυμαίες περιμένοντας μια πόρτα στο East River ν' ανοίξει γεμάτη ζεστούς υδρατμούς και όπιο,
που έφτιαξαν σπουδαία αυτοκτονικά δράματα στις χτισμένες όχθες του ποταμού Hudson κάτω απ'τον γαλάζιο προβολέα του φεγγαριού σε καιρό πολέμου & τα κεφάλια τους θα στεφανώσει η δάφνη της λήθης,
που έφαγαν το αρνί από την κατσαρόλα της φαντασίας ή χώνεψαν το καβούρι στον λασπωμένο βυθό των ποταμών του Bowery,
που έκλαψαν για το ρομάντζο των δρόμων με τα καρότσια τους του σουπερμάρκετ γεμάτα κρεμμύδια και κακή μουσοκή,
που έκατσαν σε κουτιά αναπνέοντας στο σκοτάδι κάτω απ'τη γέφυρα, και σηκώθηκαν για να χτίσουν αρπίχορδα στις σοφίτες τους,
που έβηχαν στον έκτο όροφο του Χάρλεμ στεφανωμένοι με φλόγες κάτω απ'τον φυματικό ουρανό κυκλωμένοι από πορτοκαλί κιβώτια θεολογίας,
που έγραφαν βιαστικά όλη νύχτα ροκεντρολάροντας μεγαλόπνοα ξόρκια που στο κιτρινισμένο πρωινό φαίνονταν ασυνάρτητες στροφές,
που μαγείρεψαν ψοφίμια πνεύμονα καρδιά πόδια ουρά σούπα borscht & τορτίγιες ονειρευόμενοι το αγνό φυτικό βασίλειο,
που βούτηξαν κάτω από φορτηγά-ψυγεία κρεάτων γυρεύοντας ένα αυγό,
που πέταξαν τα ρολόγια τους από τις ταράτσες ρίχνοντας την ψήφο τους υπέρ μιας Αιωνιότητας έξω από χρόνο, και τα ξυπνητήρια έπεφταν στα κεφάλια τους κάθε μέρα για την επόμενη δεκαετία,
που έκοψαν τις φλέβες τους τρεις φορές στη σειρά χωρίς επιτυχία, τα παράτησαν και αναγκάστηκαν ν' ανοίξουν μαγαζιά με αντίκες όπου σκέπτονταν οτι γερνούν και έκλαιγαν,
που κἀηκαν ζωντανοί με τις αθώες φανέλες τους στη Λεωφόρο Μάντισον ανάμεσα σ'εκρήξεις βαρέως στίχου & τους μεθυσμένους κρότους των σιδηρών συνταγμάτων της μόδας & τις στριγκλιές νιτρογλυκερίνης των ξωτικών της διαφήμισης & το αέριο μουστάρδας διαβολικών ευφυών συντακτών, ή τους πάτησαν τα μεθυσμένα ταξί της Απόλυτης Πραγματικότητας,
που πήδηξαν από τη Γέφυρα του Μπρούκλιν αυτό όντως συνέβη κι έφυγαν άγνωστοι και ξεχασμένοι για την ωχρή ζάλη της Chinatown στα σοκάκια της σούπας & τα πυροσβεστικά οχήματα, κι ούτε μια μπύρα κερασμένη,
που τραγούδησαν έξω από τα παράθυρά τους απελπισμένοι, έπεσαν έξω απ'τα παράθυρα του ηλεκτρικού, πήδησαν στο βρωμερό Passaic, όρμησαν σε νέγρους, έκλαιγαν σ'όλο το δρόμο, χόρεψαν ξυπόλυτοι πάνω σε σπασμένα μπουκάλια κρασιού έσπασαν δίσκους με νοσταλγική Ευρωπαϊκή του '30 Γερμανική τζαζ και ξέρασαν βογκώντας στη ματωμένη τουαλέτα, με στεναγμούς στ'αυτιά τους κι εκρήξεις από κολοσσιαίες σφυρίχτρες τρένων,
που τσούλησαν στους αυτοκινητοδρόμους του χθες ταξιδεύοντας ο ένας στον πουσαρισμένο Γολγοθά και τη φυλακή της μοναξιάς του άλλου ή την ενσάρκωση της τζαζ του Μπέρμινγχαμ,
που οδήγησαν σε ανώμαλους δρόμους επι εβδομηνταδύο ώρες για να μάθουν αν εγώ είδα όραμα ή αν εσύ είδες όραμα ή αν αυτός είδε όραμα για να βρουν επιτέλους την Αιωνιότητα,
που ταξίδεψαν στο Ντένβερ, που πέθαναν στο Ντένβερ, που γύρισαν στο Ντένβερ & περίμεναν μάταια, που πρόσεχαν το Ντένβερ και τελικά έφυγαν μακριά για να βρουν τον Χρόνο & τώρα το Ντένβερ έχει μείνει μοναχό και άδειο απ'τους ήρωές του,
που έπεσαν στα γόνατα σ'ανέλπιδους καθεδρικούς ναούς προσευχόμενοι ο ένας για τη σωτηρία του άλλου και για φως και για στήθη, ωσπου η ψυχή φωταγώγησε τα μαλλιά της για ένα δευτερόλεπτο,
που έσπαγαν τα κεφάλια τους περιμένοντας στη φυλακή απίστευτους εγκληματίες με χρυσά κεφάλια και τη χάρη της πραγματικότητας στις καρδιές τους και τραγούδησαν γλυκά μπλουζ για το Αλκατράζ,
που αποσύρθηκαν στο Μεξικό για να καλλιεργήσουν μια συνήθεια, ή στα Βραχώδη Όρη για τον τρυφερό Βούδα ή στην Ταγγέρη για αγόρια ή στον Νότιο Ειρηνικό για τη μαύρη ατμομηχανή ή στο Χάρβαρντ για τον Νάρκισσο για το Woodlawn για τα όργια ή τον τάφο,
που απαίτησαν να κρίνει το δικαστήριο την πνευματική τους διαύγεια κατηγορώντας το ραδιόφωνο για υπνωτισμό & αφέθηκαν με την παραφροσύνη τους & τα χέρια τους & διχασμένους ενόρκους,
που πέταξαν πατατοσαλάτα σε λέκτορες του Ντανταϊσμού στο CCNY και κατόπιν παρουσιάστηκαν στα γρανιτένια σκαλοπάτια του τρελοκομείου με ξυρισμένα κεφάλια και λόγια αρλεκίνου περί αυτοκτονίας, απαιτώντας άμεση λοβοτομή,
και που αντί γι'αυτό τους χορηγήθηκε τσιμεντένιο κενό από ινσουλίνη Μετραζόλ ηλεκτρισμό υδροθεραπεία ψυχοθεραπεία εργασιοθεραπεία πινγκ-πονγκ & αμνησία,
που σε ένδειξη σοβαρής διαμαρτυρίας αναποδογύρισαν μόνο ένα συμβολικό τραπέζι του πινγκ-πονγκ, και αναπαύτηκαν για λίγο σε κατατονία,
για να γυρίσουν χρόνια αργότερα όντως φαλακροί με εξαίρεση μια περούκα αίμα, και δάκρυα και δάχτυλα, στην ορατή του τρελού μοίρα των θαλάμων των ψυχιατρικουπόλεων της Ανατολής,
στους δύσοσμους διαδρόμους του Pilgrim State του Rockland και του Greystone, στήνοντας καβγά με τους απόηχους της ψυχής, ροκεντρολάροντας σε μεσονύχτιους πάγκους μοναξιάς κι αρχαίους τάφους των βασιλείων της αγάπης, όνειρο για ζωή που έγινε εφιάλτης, σώματα που έγιναν βαριά σαν το φεγγάρι,
με τη μητέρα τελικά ******, και το τελευταίο φανταστικό βιβλίο πεταμένο από το παράθυρο, και την τελευταία πόρτα κλειστή στις 4 π.μ. και το τελευταίο τηλέφωνο να σπάει στον τοίχο ως απάντηση και το τελευταίο επιπλωμένο δωμάτιο άδειο κι απ'το τελευταίο πνευματικό έπιπλο, ένα κίτρινο χαρτί υψώθηκε τσαλακωμένο σε μια συρμάτινη κρεμάστρα στη ντουλάπα, κι ακόμη κι αυτό φανταστικό, τίποτε άλλο παρά λίγη ελπιδοφόρα παραίσθηση -- 
αχ, Καρλ, όσο εσύ δεν είσαι ασφαλής ούτε γω είμαι ασφαλής, και τώρα είσαι πραγματικά μέσα στην ολική ζωώδη σούπα του χρόνου --
και που το λοιπόν έτρεξαν μέσ' απ'τους παγωμένους δρόμους έχοντας πάθει εμμονή με μια ξαφνική αναλαμπή της αλχημείας της χρήσης της έλλειψης του καταλόγου του μέτρου & της δονούμενης διάστασης,
που ονειρεύτηκαν κι έφτιαξαν σάρκινα κενά στον Χρόνο & τον Χώρο μέσα από αντικρουόμενες εικόνες, και παγίδευσαν τον αρχάγγελο της ψυχής ανάμεσα σε 2 οπτικές εικόνες κι ένωσαν τα στοιχειώδη ρήματα κι έβαλαν το ουσιαστικό και την παύλα της συνείδησης μαζί πηδώντας πάνω κάτω με μια αίσθηση Pater Omnipotens Aeterna Deus
για να ξαναφτιάξουν τη σύνταξη και το μέτρο της φτωχής ανθρώπινης πρόζας και να σταθούν μπροστά σου άφωνοι και ευφυείς και τρέμοντας από ντροπή, έχοντας απορριφθεί κι όμως ομολογώντας φωναχτά την ψυχή για να προσαρμοστούν στον ρυθμό της σκέψης μέσα στο γυμνό κι ατέλειωτο κεφάλι του,
του τρελού αλήτη κι άγγελου ρυθμού μέσα στον Χρόνο, αγνώστου, μα που καταγράφει εδώ τί θα μπορούσε να λεχθεί στον χρόνο μετά τον θάνατο,
και υψώθηκαν μετενσαρκωμένοι στα ωχρά ρούχα της τζαζ στη χρυσοκέρατη σκιά της μπάντας και φύσηξαν τον καημό του γυμνού μυαλού της Αμερικής για την αγάπη σ'ένα σαξόφωνο που φώναζε ηλί ηλί λαμά σαβαχθανί κι έκανε τις πόλεις να τρέμουν ως το τελευταίο ραδιόφωνο
με την απόλυτη καρδιά του ποιήματος της ζωής σφαγμένη έξω απ'τα ίδια τους τα σώματα, αρκετή να τρως για χίλια χρόνια.


***

HOWL
   for Carl Solomon

I
I saw the best minds of my generation destroyed by madness, starving hysterical naked,
dragging themselves through the negro streets at dawn looking for an angry fix,
angelheaded hipsters burning for the ancient heavenly connection to the starry dynamo in the machinery of night,
who poverty and tatters and hollow-eyed and high sat up smoking in the supernatural darkness of cold-water flats floating across the tops of cities contemplating jazz,
who bared their brains to Heaven under the El and saw Mohammedan angels staggering on tenement roofs illuminated,
who passed through universities with radiant cool eyes hallucinating Arkansas and Blake-light tragedy among the scholars of war,
who were expelled from the academies for crazy & publishing obscene odes on the windows of the skull,
who cowered in unshaven rooms in underwear, burning their money in wastebaskets and listening to the Terror through the wall,
who got busted in their pubic beards returning through Laredo with a belt of marijuana for New York,
who ate fire in paint hotels or drank turpentine in Paradise Alley, death, or purgatoried their torsos night after night
with dreams, with drugs, with waking nightmares, alcohol and cock and endless balls,
incomparable blind streets of shuddering cloud and lightning in the mind leaping toward poles of Canada & Paterson, illuminating all the motionless world of Time between,
Peyote solidities of halls, backyard green tree cemetery dawns, wine drunkenness over the rooftops, storefront boroughs of teahead joyride neon blinking traffic light, sun and moon and tree vibrations in the roaring winter dusks of Brooklyn, ashcan rantings and kind king light of mind,
who chained themselves to subways for the endless ride from Battery to holy Bronx on benzedrine until the noise of wheels and children brought them down shuddering mouth-wracked and battered bleak of brain all drained of brilliance in the drear light of Zoo,
who sank all night in submarine light of Bickford’s floated out and sat through the stale beer afternoon in desolate Fugazzi’s, listening to the crack of doom on the hydrogen jukebox,
who talked continuously seventy hours from park to pad to bar to Bellevue to museum to the Brooklyn Bridge,
a lost battalion of platonic conversationalists jumping down the stoops off fire escapes off windowsills off Empire State out of the moon,
yacketayakking screaming vomiting whispering facts and memories and anecdotes and eyeball kicks and shocks of hospitals and jails and wars,
whole intellects disgorged in total recall for seven days and nights with brilliant eyes, meat for the Synagogue cast on the pavement,
who vanished into nowhere Zen New Jersey leaving a trail of ambiguous picture postcards of Atlantic City Hall,
suffering Eastern sweats and Tangerian bone-grindings and migraines of China under junk-withdrawal in Newark’s bleak furnished room,   
who wandered around and around at midnight in the railroad yard wondering where to go, and went, leaving no broken hearts,
who lit cigarettes in boxcars boxcars boxcars racketing through snow toward lonesome farms in grandfather night,
who studied Plotinus Poe St. John of the Cross telepathy and bop kabbalah because the cosmos instinctively vibrated at their feet in Kansas,   
who loned it through the streets of Idaho seeking visionary indian angels who were visionary indian angels,
who thought they were only mad when Baltimore gleamed in supernatural ecstasy,
who jumped in limousines with the Chinaman of Oklahoma on the impulse of winter midnight streetlight smalltown rain,
who lounged hungry and lonesome through Houston seeking jazz or sex or soup, and followed the brilliant Spaniard to converse about America and Eternity, a hopeless task, and so took ship to Africa,
who disappeared into the volcanoes of Mexico leaving behind nothing but the shadow of dungarees and the lava and ash of poetry scattered in fireplace Chicago,
who reappeared on the West Coast investigating the FBI in beards and shorts with big pacifist eyes sexy in their dark skin passing out incomprehensible leaflets,
who burned cigarette holes in their arms protesting the narcotic tobacco haze of Capitalism,
who distributed Supercommunist pamphlets in Union Square weeping and undressing while the sirens of Los Alamos wailed them down, and wailed down Wall, and the Staten Island ferry also wailed,
who broke down crying in white gymnasiums naked and trembling before the machinery of other skeletons,
who bit detectives in the neck and shrieked with delight in policecars for committing no crime but their own wild cooking pederasty and intoxication,
who howled on their knees in the subway and were dragged off the roof waving genitals and manuscripts,
who let themselves be fucked in the ass by saintly motorcyclists, and screamed with joy,
who blew and were blown by those human seraphim, the sailors, caresses of Atlantic and Caribbean love,
who balled in the morning in the evenings in rosegardens and the grass of public parks and cemeteries scattering their semen freely to whomever come who may,
who hiccuped endlessly trying to giggle but wound up with a sob behind a partition in a Turkish Bath when the blond & naked angel came to pierce them with a sword,
who lost their loveboys to the three old shrews of fate the one eyed shrew of the heterosexual dollar the one eyed shrew that winks out of the womb and the one eyed shrew that does nothing but sit on her ass and snip the intellectual golden threads of the craftsman’s loom,
who copulated ecstatic and insatiate with a bottle of beer a sweetheart a package of cigarettes a candle and fell off the bed, and continued along the floor and down the hall and ended fainting on the wall with a vision of ultimate cunt and come eluding the last gyzym of consciousness,
who sweetened the snatches of a million girls trembling in the sunset, and were red eyed in the morning but prepared to sweeten the snatch of the sunrise, flashing buttocks under barns and naked in the lake,
who went out whoring through Colorado in myriad stolen night-cars, N.C., secret hero of these poems, cocksman and Adonis of Denver—joy to the memory of his innumerable lays of girls in empty lots & diner backyards, moviehouses’ rickety rows, on mountaintops in caves or with gaunt waitresses in familiar roadside lonely petticoat upliftings & especially secret gas-station solipsisms of johns, & hometown alleys too,
who faded out in vast sordid movies, were shifted in dreams, woke on a sudden Manhattan, and picked themselves up out of basements hung-over with heartless Tokay and horrors of Third Avenue iron dreams & stumbled to unemployment offices,
who walked all night with their shoes full of blood on the snowbank docks waiting for a door in the East River to open to a room full of steam-heat and opium,
who created great suicidal dramas on the apartment cliff-banks of the Hudson under the wartime blue floodlight of the moon & their heads shall be crowned with laurel in oblivion,
who ate the lamb stew of the imagination or digested the crab at the muddy bottom of the rivers of Bowery,
who wept at the romance of the streets with their pushcarts full of onions and bad music,
who sat in boxes breathing in the darkness under the bridge, and rose up to build harpsichords in their lofts,
who coughed on the sixth floor of Harlem crowned with flame under the tubercular sky surrounded by orange crates of theology,
who scribbled all night rocking and rolling over lofty incantations which in the yellow morning were stanzas of gibberish,
who cooked rotten animals lung heart feet tail borsht & tortillas dreaming of the pure vegetable kingdom,
who plunged themselves under meat trucks looking for an egg,
who threw their watches off the roof to cast their ballot for Eternity outside of Time, & alarm clocks fell on their heads every day for the next decade,
who cut their wrists three times successively unsuccessfully, gave up and were forced to open antique stores where they thought they were growing old and cried,
who were burned alive in their innocent flannel suits on Madison Avenue amid blasts of leaden verse & the tanked-up clatter of the iron regiments of fashion & the nitroglycerine shrieks of the fairies of advertising & the mustard gas of sinister intelligent editors, or were run down by the drunken taxicabs of Absolute Reality,
who jumped off the Brooklyn Bridge this actually happened and walked away unknown and forgotten into the ghostly daze of Chinatown soup alleyways & firetrucks, not even one free beer,
who sang out of their windows in despair, fell out of the subway window, jumped in the filthy Passaic, leaped on negroes, cried all over the street, danced on broken wineglasses barefoot smashed phonograph records of nostalgic European 1930s German jazz finished the whiskey and threw up groaning into the bloody toilet, moans in their ears and the blast of colossal steamwhistles,
who barreled down the highways of the past journeying to each other’s hotrod-Golgotha jail-solitude watch or Birmingham jazz incarnation,
who drove crosscountry seventytwo hours to find out if I had a vision or you had a vision or he had a vision to find out Eternity,
who journeyed to Denver, who died in Denver, who came back to Denver & waited in vain, who watched over Denver & brooded & loned in Denver and finally went away to find out the Time, & now Denver is lonesome for her heroes,
who fell on their knees in hopeless cathedrals praying for each other’s salvation and light and breasts, until the soul illuminated its hair for a second,
who crashed through their minds in jail waiting for impossible criminals with golden heads and the charm of reality in their hearts who sang sweet blues to Alcatraz,
who retired to Mexico to cultivate a habit, or Rocky Mount to tender Buddha or Tangiers to boys or Southern Pacific to the black locomotive or Harvard to Narcissus to Woodlawn to the daisychain or grave,
who demanded sanity trials accusing the radio of hypnotism & were left with their insanity & their hands & a hung jury,
who threw potato salad at CCNY lecturers on Dadaism and subsequently presented themselves on the granite steps of the madhouse with shaven heads and harlequin speech of suicide, demanding instantaneous lobotomy,
and who were given instead the concrete void of insulin Metrazol electricity hydrotherapy psychotherapy occupational therapy pingpong & amnesia,
who in humorless protest overturned only one symbolic pingpong table, resting briefly in catatonia,
returning years later truly bald except for a wig of blood, and tears and fingers, to the visible madman doom of the wards of the madtowns of the East,
Pilgrim State’s Rockland’s and Greystone’s foetid halls, bickering with the echoes of the soul, rocking and rolling in the midnight solitude-bench dolmen-realms of love, dream of life a nightmare, bodies turned to stone as heavy as the moon,
with mother finally ******, and the last fantastic book flung out of the tenement window, and the last door closed at 4 A.M. and the last telephone slammed at the wall in reply and the last furnished room emptied down to the last piece of mental furniture, a yellow paper rose twisted on a wire hanger in the closet, and even that imaginary, nothing but a hopeful little bit of hallucination—
ah, Carl, while you are not safe I am not safe, and now you’re really in the total animal soup of time—
and who therefore ran through the icy streets obsessed with a sudden flash of the alchemy of the use of the ellipsis catalogue a variable measure and the vibrating plane,
who dreamt and made incarnate gaps in Time & Space through images juxtaposed, and trapped the archangel of the soul between 2 visual images and joined the elemental verbs and set the noun and dash of consciousness together jumping with sensation of Pater Omnipotens Aeterna Deus
to recreate the syntax and measure of poor human prose and stand before you speechless and intelligent and shaking with shame, rejected yet confessing out the soul to conform to the rhythm of thought in his naked and endless head,
the madman bum and angel beat in Time, unknown, yet putting down here what might be left to say in time come after death,
and rose reincarnate in the ghostly clothes of jazz in the goldhorn shadow of the band and blew the suffering of America’s naked mind for love into an eli eli lamma lamma sabacthani saxophone cry that shivered the cities down to the last radio
with the absolute heart of the poem of life butchered out of their own bodies good to eat a thousand years.

-------------------------------------------------------------
Allen Ginsberg, Howl and Other Poems (1956)
Μετάφραση: Γιώργος Κυρπιγιάν