Πέμπτη 25 Ιουνίου 2020

Το Ταξίδι, του Σαρλ Μπωντλαίρ

Charles Baudelaire, 1821-1867


Το Ταξίδι

Στον Maxime du Camp

Ι.
Για ένα παιδί που χάνεται σε χάρτες και εικόνες,
Το σύμπαν είναι μια σταλιά, στην άπειρη ορεξή του.
Α! Μεγάλος που 'ναι ο κόσμος στο φως του λυχναριού!
Μικρός που ειν' ο κόσμος μας στης θύμησης τα μάτια...

Αναχωρούμε ενα πρωί -- ο νους μας μες στις φλόγες,
Κι είν' η καρδιά μνησίκακη κι ο πόθος μας πικρός,
Και στον ρυθμό που μας τραβά, μας οδηγεί το κύμα,
Κι ένας μικρός ωκεανός λικνίζει το άπειρό μας:

Κάποιοι αφήνουν πίσω τους κακόφημη πατρίδα·
Κι άλλοι τον τρόμο του σπιτιού -- και είναι κι ορισμένοι,
Μάγοι των άστρων που ναυάγησαν στα μάτια μιας γυναίκας,
Σ' αρώματα επικίνδυνα, στη τυραννία μιας Κίρκης.

Μεθούν, απ'ουρανό κι ορίζοντες και φως,
Για να μη γίνουν κτήνη·
Κι ο πάγος που τους τρώει, ο ήλιος που τους ψήνει,
Σιγά σιγά θα σβήσουνε τα ίχνη των φιλιών.

Μα οι αληθινοί ταξιδευτές είναι εκείνοι, 
Που φεύγουν μόνο για να φύγουν·
Κείνοι με την ανάλαφρη καρδιά, που μοιάζει με μπαλόνι.
Στο πεπρωμένο τους μπροστά, αυτοί δεν κάνουν πίσω,
Και δίχως να ξέρουν το γιατί, πάντοτε λένε: Πάμε!

Έχουν οι πόθοι τους αυτών, το σχήμα των συννέφων,
Κι ονειρεύονται, σαν το νεούδι τα κανόνια,
Άγνωστες απολαύσεις, άστατες κι απέραντες.
Που τ' όνομά τους άνθρωπος δεν βρήκε ως τα τώρα!

II.
Μιμούμαστε, αλίμονο, τη σβούρα και τη μπάλα,
Τα βαλς τους και τα σάλτα τους· κι ακόμη και στον ύπνο
Της Περιέργειας το βάσανο σε στρόβιλο μας ρίχνει
Σαν ένας Άγγελος σκληρός, που μαστιγώνει μ' ήλιους.

Μοίρα παράξενη, που πάντα μας ξεφεύγει,
Κι αν πουθενά δεν στέκεται, παντού μπορεί να είναι!
Κι ο Άνθρωπος, που η ελπίδα του ποτέ δεν ξαποσταίνει,
Την κυνηγά σαν τον τρελό, ανάπαυση για να βρει!

Κι όλο σαλπάρει η ψυχή, τρικάταρτο καράβι,
Κι απ'την κουβέρτα αντηχεί: «Κοιτάξτε, η Ικαρία!»
Ψηλά απ'την κόφα μια φωνή, τρελή κι όλο λαχτάρα: 
«Να ο έρωτας... να η δόξα... να η ζωή!»
Στα μπάγκα όμως ξωκείλαμε -- κατάρα!

Σε κάθε σινιάλο για νησί που δίνουν απ΄την πλώρη
Το Πεπρωμένο υπόσχεται καινούργιο Ελντοράντο
Κι όλη τη νύχτα η Φαντασία ευελπιστεί,
Μα ούτε ύφαλος δεν φαίνεται στο πρώτο φως της μέρας.

Φτωχέ μου εραστή εσύ, χωρών που δεν υπάρχουν!
Σιδερόκλειστο στη θάλασσα πρέπει να σε ρίξουν;
Μέθυσε ναύτη, επινόησες την Αμερική -- 
Φάτα Μοργκάνα που την άβυσσο πικραίνει.

Τέτοιος ο γεροαλήτης μας λοιπόν, στη λάσπη βουτηγμένος,
Ονειρεύεται κι οσφρίζεται, ψάχνοντας παραδείσους·
Κι αν κάπου ένα μικρό κερί φωτίσει μια καλύβα,
Τα μαγεμένα μάτια του βρήκαν την Ουτοπία.

ΙΙΙ.
Ταξιδευτές εκπληκτικοί, διαβάζουμε ιστορίες
Μες στις βαθιές τις θάλασσες που έχετε για μάτια!
Της μνήμης το σεντούκι ανοίχτε μας και δείξτε μας τα πλούτη
Που χουν φτιαχτεί υπέροχα απ' άστρα και αιθέρα.

Ζητάμε να σαλπάρουμε -- χωρίς ατμό, χωρίς πανιά,
Της φυλακής μας για να σπάσουμε την πλήξη -- γι' αυτό
Απλώστε στις ψυχές μας των αναμνήσεων τον καμβά
Και στερεώστε τον στου ορίζοντα τα κάδρα.

Τι είδατε, λοιπόν; για πείτε...

IV.
«Είδαμ' αστέρια
Είδαμε κύματα και άμμους της ερήμου·
Και μόλα τ' απροσδόκητα και τις καταστροφές,
Πλήτταμε στα ταξίδια μας συχνά, όπως εδώ!

Σε θάλασσες μενεξεδί, η δόξα του ήλιου πάνω,
Η δόξα μιας μεγαλούπολης στου ήλιου το γέρμα μέσα,
Βαθιά μες στις καρδιές μας άναβαν παράξενη λαχτάρα:
Να βυθιστούμε σε ουρανούς με μαγικές ανταύγειες.

Μα οι πόλεις οι πιο πλούσιες, τα πιο τρανά τοπία,
Ποτέ τους δε μας έδωσαν τη μυστική ομορφιά,
Κείνη που φτιάχνουνε ψηλά, τα σύννεφα κι η τύχη
Και για όλα πάντα ο πόθος της μας κάνει σκεπτικούς!

--Είναι η απόλαυση που δίνει ισχύ στον πόθο.
Πόθε, δέντρο γέρικο που η ηδονή λιπαίνει,
Κι αν ο κορμός σου απόκαμε, σκληρός και ροζιασμένος,
Υψώνεις πάντα τα κλαδιά, να φτάσουνε τον ήλιο!

Δέντρο πιο αιωνόβιο κι από το κυπαρίσσι
Πόσο θα μεγαλώσεις; -- Μα έχουμε μεις κρατήσει
Για τ' αδηφάγο άλμπουμ σας, σκίτσα διαλεχτά,
Αδέρφια εσείς που σας τραβούν: όλα τα μακρινά!

Έχουμε μεις υποκλιθεί σε είδωλα ελεφάντων·
Σε θρόνους που φωτίζονταν από αστερισμούς·
Και σε παλάτια τόσο απόκοσμα και τόσο μαγικά
Που τ' όνειρό τους θα κανε τους πλούσιους φτωχούς·

Πολυτελή φορέματα -- μεθύσι για τα μάτια·
Γυναίκες με χρωματιστά τα δόντια και τα νύχια,
Και γητευτές πολύξερους, που φίδια ημερεύαν».

V.
Κι έπειτα; Κι έπειτα;!

VI.
Αχ, παιδικά μυαλά!

Ας μη ξεχάσουμε λοιπόν το πιο σημαντικό,
Αυτό που βρήκαμε παντού, χωρίς κανέναν κόπο,
Από ψηλά ως χαμηλά, 'πα στη μοιραία σκάλα,
Το θέαμα το πληκτικό μιας αμαρτίας αιώνιας:

Σκλάβα τη γυναίκα, αυτάρεσκη, ανόητη κι αχρεία,
Λατρεύεται δίχως να γελά, χωρίς αιδώ αγαπιέται·
Κι ο άντρας τύραννος σκληρός, άπληστος και χυδαίος,
Σκλάβος της σκλάβας του κι αυτός, στο βούρκο κυλισμένος·

Είδαμε δήμιους να γελούν και θύματα να κλαίνε·
Φιέστες να σκεπάζουνε μ' αρώματα το αίμα·
Της εξουσίας το ναρκωτικό τους ισχυρούς να θέλγει,
Και τον λαό τη βίτσα ν' αγαπά, που τον αποκτηνώνει·

Θρησκείες είδαμε πολλές, που μοιάζουν στη δική μας,
Να σκαρφαλώνουν όλες τους ψηλά, κι η Αγιοσύνη να ζητά,
Σαν κάποιον ευαίσθητο σε πουπουλένιο στρώμμα,
Απόλαυση και ηδονή 'πα σε καρφιά και τρίχες·

Την Ανθρωπότητα να φλυαρεί, στης δόξας το μεθύσι,
Και τώρα όπως και πρώτα της τρελή, και μες στην αγωνία,
Να αλαλάζει μανιασμένη στο Θεό:
"Ομοίωμα κι αφέντη μου, εγώ σε καταριέμαι!"

Κι όσους δεν είν' ανόητοι, μα αγαπούν την Τρέλα,
Να δραπετεύουν απ'το ποίμνιο που χει μαντρώσει η Μοίρα,
Βρίσκοντας καταφύγιο στις θάλασσες του οπίου!
-- Πάντοτ' αυτά είν' επίκαιρα σ' ολόκληρο τον κόσμο».

VII.
Γνώση πικρή παίρνει κανείς σε τούτο το ταξίδι!
Μικρός ο κόσμος και μονότονος, εικόνα του εαυτού μας,
Σήμερα και χθες και αύριο και πάντα:
Μια όαση τρομακτική μέσα σ' ερήμους πλήξης!

Να φύγουμε, λοιπόν; Να μείνουμε; Μείνε αν μπορείς·
Κι αν είν' ανάγκη, φύγε. Ένας κινεί κι άλλος λουφάζει
Από τον άγρυπνο για να κρυφτεί, σκληρό εχθρό -- τον Χρόνο!
Υπάρχουν κάποιοι, αλίμονο, που τρέχουν δίχως παύση,

Σας Ιουδαίοι περιπλανώμενοι και σαν τους Αποστόλους,
Που τίποτα δεν τους αρκεί, ούτε βαγόνι ούτε σκαρί,
Του άτιμου του κυνηγού τα δίχτυα ν' αποφύγουν· κι άλλοι
Που ξέρουν και τον σκοτώνουνε χωρίς να κινηθούν.

Κι όταν, τέλος, το πόδι του τη ράχη μας πατήσει,
Ακόμη θα ελπίζουμε, φωνάζοντας: Εμπρός!
Το ίδιο όπως άλλοτε, που φεύγαμε για Κίνα,
Με μάτια στον ορίζοντα κι αγέρα στα μαλλιά,

Μπαρκάρουμε ορθόπλωροι στις θάλασσες του Σκότους,
Με μια καρδιά χαρούμενη, καινούργιου ταξιδιώτη.
Ακούτε τούτες τις φωνές από γητειά και λύπη;
Σας λένε: «Δώθε εκείνος που θέλει να γευτεί

Λωτό ευωδιαστό! Τρυγήστε δω
Τους θαυμαστούς καρπούς π' ορέγεται η καρδιά σας·
Ελάτε απ'την παράξενη τη γλύκα και μεθύστε
Αυτού του απομεσήμερου, του δίχως τελειωμό!»

Αυτής της γνώριμης λαλιάς μαντεύουμε το σχήμα·
Κει κάτω ο Πυλάδης μας, ανοίγει αγκαλιά.
«Για να ξυπνήσεις την καρδιά, πλεύσε προς την Ηλέκτρα!»
Μας είπε κείνη π' άλλοτε φιλούσαμε τα πόδια.

VIII.
Ω καπετάνιε Θάνατε, έφτασε πια η ώρα! Βίρα τις άγκυρες!
Σαλπάρουμε γερο-Θάνατε, αυτή η Γη μας πλήττει!
Κι αν είναι μαύρος ο ουρανός κι η θάλασσα μελάνι,
Ξέρεις καλά πως στην καρδιά, έχουμε μόνο φως!

Ρίξε μας το φαρμάκι σου, γιατί μας δίνει θάρρος!
Και κάνει τούτη η φωτιά, που πυρπολεί το νου μας,
Να θέλουμε να πέσουμε στα χάη της αβύσσου· Κόλαση ή Παράδεισος, τι σημασία έχει;
Φτάνει στα βάθη τ' Άγνωστου, κάτι το νέο να βρούμε!

***

Le Voyage


À Maxime du Camp
I.
Pour l'enfant, amoureux de cartes et d'estampes,
L'univers est égal à son vaste appétit.
Ah! que le monde est grand à la clarté des lampes!
Aux yeux du souvenir que le monde est petit!


Un matin nous partons, le cerveau plein de flamme,
Le coeur gros de rancune et de désirs amers,
Et nous allons, suivant le rythme de la lame,
Berçant notre infini sur le fini des mers:


Les uns, joyeux de fuir une patrie infâme;
D'autres, l'horreur de leurs berceaux, et quelques-uns,
Astrologues noyés dans les yeux d'une femme,
La Circé tyrannique aux dangereux parfums.


Pour n'être pas changés en bêtes, ils s'enivrent
D'espace et de lumière et de cieux embrasés;
La glace qui les mord, les soleils qui les cuivrent,
Effacent lentement la marque des baisers.


Mais les vrais voyageurs sont ceux-là seuls qui partent
Pour partir; coeurs légers, semblables aux ballons,
De leur fatalité jamais ils ne s'écartent,
Et, sans savoir pourquoi, disent toujours: Allons!


Ceux-là dont les désirs ont la forme des nues,
Et qui rêvent, ainsi qu'un conscrit le canon,
De vastes voluptés, changeantes, inconnues,
Et dont l'esprit humain n'a jamais su le nom!


II
Nous imitons, horreur! la toupie et la boule
Dans leur valse et leurs bonds; même dans nos sommeils
La Curiosité nous tourmente et nous roule
Comme un Ange cruel qui fouette des soleils.


Singulière fortune où le but se déplace,
Et, n'étant nulle part, peut être n'importe où!
Où l'Homme, dont jamais l'espérance n'est lasse,
Pour trouver le repos court toujours comme un fou!


Notre âme est un trois-mâts cherchant son Icarie;
Une voix retentit sur le pont: «Ouvre l'oeil!»
Une voix de la hune, ardente et folle, crie:
«Amour... gloire... bonheur!» Enfer! c'est un écueil!


Chaque îlot signalé par l'homme de vigie
Est un Eldorado promis par le Destin;
L'Imagination qui dresse son orgie
Ne trouve qu'un récif aux clartés du matin.


Ô le pauvre amoureux des pays chimériques!
Faut-il le mettre aux fers, le jeter à la mer,
Ce matelot ivrogne, inventeur d'Amériques
Dont le mirage rend le gouffre plus amer?


Tel le vieux vagabond, piétinant dans la boue,
Rêve, le nez en l'air, de brillants paradis;
Son oeil ensorcelé découvre une Capoue
Partout où la chandelle illumine un taudis.


III
Etonnants voyageurs! quelles nobles histoires
Nous lisons dans vos yeux profonds comme les mers!
Montrez-nous les écrins de vos riches mémoires,
Ces bijoux merveilleux, faits d'astres et d'éthers.


Nous voulons voyager sans vapeur et sans voile!
Faites, pour égayer l'ennui de nos prisons,
Passer sur nos esprits, tendus comme une toile,
Vos souvenirs avec leurs cadres d'horizons.


Dites, qu'avez-vous vu?

IV
«Nous avons vu des astres
Et des flots, nous avons vu des sables aussi;
Et, malgré bien des chocs et d'imprévus désastres,
Nous nous sommes souvent ennuyés, comme ici.


La gloire du soleil sur la mer violette,
La gloire des cités dans le soleil couchant,
Allumaient dans nos coeurs une ardeur inquiète
De plonger dans un ciel au reflet alléchant.


Les plus riches cités, les plus grands paysages,
Jamais ne contenaient l'attrait mystérieux
De ceux que le hasard fait avec les nuages.
Et toujours le désir nous rendait soucieux!


— La jouissance ajoute au désir de la force.
Désir, vieil arbre à qui le plaisir sert d'engrais,
Cependant que grossit et durcit ton écorce,
Tes branches veulent voir le soleil de plus près!


Grandiras-tu toujours, grand arbre plus vivace
Que le cyprès? — Pourtant nous avons, avec soin,
Cueilli quelques croquis pour votre album vorace
Frères qui trouvez beau tout ce qui vient de loin!


Nous avons salué des idoles à trompe;
Des trônes constellés de joyaux lumineux;
Des palais ouvragés dont la féerique pompe
Serait pour vos banquiers un rêve ruineux;


Des costumes qui sont pour les yeux une ivresse;
Des femmes dont les dents et les ongles sont teints,
Et des jongleurs savants que le serpent caresse.»


V
Et puis, et puis encore?

VI
«Ô cerveaux enfantins!

Pour ne pas oublier la chose capitale,
Nous avons vu partout, et sans l'avoir cherché,
Du haut jusques en bas de l'échelle fatale,
Le spectacle ennuyeux de l'immortel péché:


La femme, esclave vile, orgueilleuse et stupide,
Sans rire s'adorant et s'aimant sans dégoût;
L'homme, tyran goulu, paillard, dur et cupide,
Esclave de l'esclave et ruisseau dans l'égout;


Le bourreau qui jouit, le martyr qui sanglote;
La fête qu'assaisonne et parfume le sang;
Le poison du pouvoir énervant le despote,
Et le peuple amoureux du fouet abrutissant;


Plusieurs religions semblables à la nôtre,
Toutes escaladant le ciel; la Sainteté,
Comme en un lit de plume un délicat se vautre,
Dans les clous et le crin cherchant la volupté;


L'Humanité bavarde, ivre de son génie,
Et, folle maintenant comme elle était jadis,
Criant à Dieu, dans sa furibonde agonie:
»Ô mon semblable, mon maître, je te maudis!«


Et les moins sots, hardis amants de la Démence,
Fuyant le grand troupeau parqué par le Destin,
Et se réfugiant dans l'opium immense!
— Tel est du globe entier l'éternel bulletin.»


VII
Amer savoir, celui qu'on tire du voyage!
Le monde, monotone et petit, aujourd'hui,
Hier, demain, toujours, nous fait voir notre image:
Une oasis d'horreur dans un désert d'ennui!


Faut-il partir? rester? Si tu peux rester, reste;
Pars, s'il le faut. L'un court, et l'autre se tapit
Pour tromper l'ennemi vigilant et funeste,
Le Temps! Il est, hélas! des coureurs sans répit,


Comme le Juif errant et comme les apôtres,
À qui rien ne suffit, ni wagon ni vaisseau,
Pour fuir ce rétiaire infâme; il en est d'autres
Qui savent le tuer sans quitter leur berceau.


Lorsque enfin il mettra le pied sur notre échine,
Nous pourrons espérer et crier: En avant!
De même qu'autrefois nous partions pour la Chine,
Les yeux fixés au large et les cheveux au vent,


Nous nous embarquerons sur la mer des Ténèbres
Avec le coeur joyeux d'un jeune passager.
Entendez-vous ces voix charmantes et funèbres,
Qui chantent: «Par ici vous qui voulez manger


Le Lotus parfumé! c'est ici qu'on vendange
Les fruits miraculeux dont votre coeur a faim;
Venez vous enivrer de la douceur étrange
De cette après-midi qui n'a jamais de fin!»


À l'accent familier nous devinons le spectre;
Nos Pylades là-bas tendent leurs bras vers nous.
«Pour rafraîchir ton coeur nage vers ton Electre!»
Dit celle dont jadis nous baisions les genoux.



VIII
Ô Mort, vieux capitaine, il est temps! levons l'ancre!
Ce pays nous ennuie, ô Mort! Appareillons!
Si le ciel et la mer sont noirs comme de l'encre,
Nos coeurs que tu connais sont remplis de rayons!


Verse-nous ton poison pour qu'il nous réconforte!
Nous voulons, tant ce feu nous brûle le cerveau,
Plonger au fond du gouffre, Enfer ou Ciel, qu'importe?
Au fond de l'Inconnu pour trouver du nouveau!

..........................................................
Charles Baudelaire, Les Fleurs du Mal, 1857
Μετάφραση: Γιώργος Κυρπιγιάν


Τετάρτη 3 Ιουνίου 2020

μια και το συναίσθημα είναι πρώτο, του E.E. Cummings

E.E. Cummings, 1894-1962


μια και το συναίσθημα είναι πρώτο

μια και το συναίσθημα είναι πρώτο
κείνος που δίνει προσοχή
στη σύνταξη των πραγμάτων
ποτέ δε θα σε φιλήσει ολάκερα•

ολάκερα για να ν' τρελός
όσο κρατά η Άνοιξη στον κόσμο

το αίμα μου εγκρίνει,
κι είναι καλύτερη μοίρα τα φιλιά 
απ'τη σοφία
κυρία ορκίζομαι σε όλα τα λουλούδια. Μην κλαίς
--το καλύτερο νεύμα του νου μου είναι πιο λίγο
απ'των βλεφαρίδων σου το πέταγμα που λέει

είμαστε ο ένας για τον άλλο:γι'αυτό
γέλα,γέρνοντας ξανά στην αγκαλιά μου
γιατί η ζωή δεν είν'παράγραφος

Και ο θάνατος θαρρώ δεν είναι παρένθεση


***

since feeling is first

since feeling is first
who pays any attention
to the syntax of things
will never wholly kiss you;

wholly to be a fool
while Spring is in the world

my blood approves,
and kisses are a better fate
than wisdom
lady i swear by all the flowers. Don't cry
--the best gesture of my brain is less than
your eyelids' flutter which says

we are for each other:then 
laugh,leaning back in my arms
for life's not a paragraph

And death i think is no parenthesis
 ----------------------------------------
ee cummings, since feeling is first, από τη συλλογή "is 5", 1926 
Μετάφραση: Γιώργος Κυρπιγιάν





Δευτέρα 1 Ιουνίου 2020

Αρθούρος Ρεμπώ, Μια εποχή στην Κόλαση (απόσπασμα)

Arthur Rimbaud, 1854-1891


ΑΝΤΙΟ

Φθινόπωρο κιόλας! -- Αλλά γιατί να μας λείπει ένας ήλιος αιώνιος, αν είμαστε ταγμένοι να βρούμε το θεϊκό φως, -- μακριά απ'τους ανθρώπους που πεθαίνουν μες στις εποχές.
Φθινόπωρο. Το καράβι μας, υψωμένο μες στις ακίνητες ομίχλες, γυρίζει προς το λιμάνι της δυστυχίας, τη γιγάντια πόλη με τον λερωμένο ουρανό από φωτιά και λάσπη. Α! τα φθαρμένα κουρέλια, το ψωμί που μούλιασε στη βροχή, το μεθύσι, οι χίλιοι έρωτες που με σταύρωσαν! Δεν θα σταματήσει λοιπόν αυτή η λάμια να βασιλεύει σ' εκατομμύρια ψυχές και σώματα νεκρά που θα κριθούν! Με θυμάμαι, με το δέρμα φαγωμένο απ'το πύο και την πανούκλα, με τα μαλλιά και τις μασχάλες γεμάτα σκουλήκια κι ακόμα πιο μεγάλα σκουλήκια στην καρδιά, ξαπλωμένος ανάμεσα σ' αγνώστους δίχως ηλικία, δίχως συναίσθημα... Θα μπορούσα να χα πεθάνει εκεί... Φριχτή ανάμνηση! Απεχθάνομαι τη δυστυχία.
Και τρέμω τον χειμώνα. Είναι η εποχή της ζεστασιάς.

-- Καμιά φορά φορά κοιτώ τον ουρανό και βλέπω απέραντες ακτές πλημμυρισμένες από έθνη χαρούμενα, ντυμένα στα λευκά. Πανωθέ μου ένα γιγάντιο χρυσό καράβι αρμενίζει, με τις πολύχρωμες σημαίες του ν' ανεμίζουν στην πρωινή αύρα. Δημιούργησα όλες τις γιορτές, όλους τους θριάμβους, όλα τα δράματα. Δοκίμασα να επινοήσω καινούργια λουλούδια, καινούργια αστέρια, καινούργια κορμιά, καινούργιες γλώσσες. Πίστεψα οτι απέκτησα δυνάμεις υπερφυσικές. Και τι κατάφερα; Πρέπει να θάψω τη φαντασία και τις αναμνήσεις μου! Η όμορφη δόξα του καλλιτέχνη και του παραμυθά πάει περίπατο!
Εγώ! εγώ που μ' έλεγα μάγο ή άγγελο, απαλλαγμένο από κάθε ηθική, γυρίζω στη γη μ' ένα καθήκον να επιτελέσω και μια σκληρή πραγματικότητα να αγκαλιάσω! Χωριάτης!
Μήπως πλανώμαι; Μήπως η καλοσύνη ήταν τελικά για μένα αδελφή του θανάτου;
Στο τέλος, θα ζητήσω συγγνώμη που τράφηκα με ψέμμα. Κι αυτό ήταν όλο.
Μα ούτε ένα χέρι φιλικό. Και πού να βρω βοήθεια;

Ναι, η ώρα που σημαίνει είναι τουλάχιστον αμείλικτη.
Διότι μπορώ να πω πως νίκησα: το τρίξιμο των δοντιών, ο συριγμός της φωτιάς, οι πικροί αναστεναγμοί κοπάζουν. Οι απαίσιες αναμνήσεις σβήνουν όλες. Φεύγουν κι οι τελευταίες τύψεις -- η ζήλεια για τους ζητιάνους, τους ληστές, τους φίλους του θανάτου, τους κάθε είδους καθυστερημένους. -- Καταραμένοι, αν έπαιρνα εκδίκηση!
Οφείλουμε να είμαστε απολύτως μοντέρνοι.
Όχι ύμνοι και παιάνες: απλά κράτα το κερδισμένο έδαφος. Σκληρή νύχτα! Το ξεραμένο αίμα αχνίζει στο πρόσωπό μου και δεν έχω τίποτα πίσω μου παρα μόνο αυτό το αξιοθρήνητο δεντράκι!... Ο πνευματικός αγώνας είναι εξίσου κτηνώδης με τις μάχες των ανθρώπων. Αλλά το όραμα της δικαιοσύνης είναι θέλημα Θεού και μόνο.
Κι όμως αναμένουμε. Ας δεχτούμε καταπρόσωπο τον άνεμο της ζωντάνιας και της αληθινής τρυφερότητας. Και την αυγή, με τρομερή υπομονή, θα μπούμε στις λαμπρές πολιτείες.
Κι εγώ που μιλούσα για χέρι αγαπημένο! Είναι καλό που μπορώ να γελώ με δικές μου παλιές αγάπες ψεύτικες, και να ντροπιάζω γύρω μου τα ψευτοζευγαράκια, -- είδα την κόλαση των γυναικών εκεί κάτω -- και θα δικαιούμαι, σε μια μόνο ψυχή και σ' ένα σώμα, να κατέχω την αλήθεια. 

***

ADIEU

L'automne déjà! -- Mais pourquoi regretter un éternel soleil, si nous sommes engagés à la découverte de la clarté divine, -- loin des gens qui mereunt sur les saisons.
L'automne. Notre barque élevée dans les brumes immobiles tourne vers le port de la misère, la cité énorme au ciel taché de feu et de boue. Ah! les haillons pourris, le pain trempé de pluie, l'ivresse, les milles amours qui m'ont crucifié! Elle ne finira donc point cette goule reine de millions des âmes et de corps morts et qui seront jugés! Je me revois la peau rongée par la boue et la peste, des vers plein les cheveux et les aiselles et encore de plus gros vers dans le coeur, étendu parmi les inconnus sans âge, sans sentiment... J'aurais pu y mourir... L' affreuse évocation! J'exècre la misère.
Et je redoute l'hiver parce que c'est la saison du comfort!
-- Quelquefois je vois au ciel des plages sans fin couvertes de blanches nations en joie. Un grand vaisseau d'or, au-dessus de moi, agite ses pavillons multicolores sous les brises du matin.
J'ai créé toutes les fêtes, tous les triomphes, tous les drames. J' ai essayé d' inventer de nouvelles fleurs, de nouveaux astres, de nouvelles chairs, de nouvelles langues. J'ai cru acquérir des pouvoirs surnaturels. Eh bien ! je dois enterrer mon imagination et mes souvenirs ! Une belle gloire d'artiste et de conteur emportée!
Moi! moi qui me suis dit mage ou ange, dispensé de toute morale, je suis rendu au sol, avec un devoir à chercher, et la réalité rugueuse à étreindre! Paysan!
Suis-je trompé? la charité serait-elle soeur de la mort, pour moi?
Enfin, je demanderai pardon pour m'être nourri de mensonge. Et allons.
Mais pas une main amie! et où puiser le secours?

Oui l'heure nouvelle est au moins très-sévère.
Car je puis dire que la victoire m'est acquise : les grincements de dents, les sifflements de feu, les soupirs empestés se modèrent. Tous les souvenirs immondes s'effacent. Mes derniers regrets détalent, - des jalousies pour les mendiants, les brigands, les amis de la mort, les arriérés de toutes sortes. - Damnés, si je me vengeais!
Il faut être absolument moderne.
Point de cantiques : tenir le pas gagné. Dure nuit! le sang séché fume sur ma face, et je n'ai rien derrière moi, que cet horrible arbrisseau!... Le combat spirituel est aussi brutal que la bataille d'hommes; mais la vision de la justice est le plaisir de Dieu seul.
Cependant c'est la veille. Recevons tous les influx de vigueur et de tendresse réelle. Et à l'aurore, armés d'une ardente patience, nous entrerons aux splendides villes.
Que parlais-je de main amie! Un bel avantage, c'est que je puis rire des vieilles amours mensongères, et frapper de honte ces couples menteurs, - j'ai vu l'enfer des femmes là-bas; - et il me sera loisible de posséder la vérité dans une âme et un corps.

-----------------------------------------------------------
Arthur Rimbaud, Une Saison en Enfer, 1873
Μετάφραση: Γιώργος Κυρπιγιάν