Παρασκευή 14 Ιουλίου 2017

Γιατί δεν ξεσηκώνεται ο κόσμος


«βαρυνέσθω τὰ ἔργα τῶν ἀνθρώπων τούτων, καὶ μεριμνάτωσαν ταῦτα καὶ μὴ μεριμνάτωσαν ἐν λόγοις κενοῖς».
--Εξοδος, 5,9

«Θεὸν οὐδεὶς πώποτε τεθέαται· ἐὰν ἀγαπῶμεν ἀλλήλους, ὁ Θεὸς ἐν ἡμῖν μένει καὶ ἡ ἀγάπη αὐτοῦ τετελειωμένη ἐστὶν ἐν ἡμῖν».
--Ιωάννου Α', 4,12 

Kay Sage, Το Αύριο είναι Ποτέ (1955)
 

Ι.
Φέτος ο Μάης ήταν ο μήνας ο σκληρός. Μετά τη χειμερία νάρκη της αξιολόγησης το νέο μνημόνιο μας ξάφνιασε. Ίσως και ευχάριστα. Για πότε συμφώνησαν, πότε μπήκαν στη βουλή, πότε ψήφισαν. Για πότε διαδηλώσαμε –λίγοι, ελάχιστοι- για πότε μας σκόρπισαν και γυρίσαμε σπίτια μας. Οι ξενοδόχοι της Ελλάδας ορθώς διέγνωσαν οτι ο καλός πολίτης θα προτιμούσε να παρακολουθήσει ένα σόου εικονικής επιβίωσης, παρά την ψήφιση της επιδείνωσης των όρων της δικής του επιβίωσης, ως σόου. Η ζωή βέβαια, θα μου πείτε, είναι αλλού. Μην ανησυχείτε: είναι και η μοιρολατρεία στάση ζωής.

Είναι μια στάση που διαγράφεται σ’ένα δίστιχο του Ντίνου Χριστιανόπουλου: «Ούτε να πεθάνω θέλω ούτε και να γιατρευτώ / θέλω απλώς να βολευτώ στην καταστροφή μου». Αυτοί οι στίχοι έχουν μια σημασία για την κατάστασή μας. Συλλαμβάνουν έναν ψυχισμό στον οποίο αντανακλάται η σχετική σταθεροποίηση (στον πάτο) της ελληνικής οικονομίας. Αν χτες η καταστροφή νοούνταν ως πορεία προς τον αφανισμό, σήμερα επιβίωση θα πει να μη σκέφτεσαι το αύριο. Σαν το ρολόι που έχουμε αφήσει σταματημένο εδώ και μήνες χωρίς να ομολογούμε το γιατί, ο ελληνικός λαός ρίχνει μόνο κλεφτές, φοβισμένες ματιές στον αριθμό της σελίδας του ίδιου του του δράματός. Γνωρίζει όμως πως αυτό «τα ίδια και τα ίδια» δεν είναι κύκλος, αλλά καθοδικό σπιράλ.

Εκείνος λοιπόν που αναρωτιέται «γιατί δεν ξεσηκώνεται ο κόσμος», δεν προβάλλει μόνο σ’έναν κάποιον κόσμο την αγανάκτηση για τη δική του ἀπορία. Στην ιδιωτική του ανημπόρια και απομόνωση, «ακέραιο μένει κι αδιαίρετο / το μέγα Μυστήριο των ενωμένων ανθρώπων»[1]. Αυτό το μυστήριο πρέπει να λυθεί, προτού τελεστεί. Ας εξηγήσουμε γιατί οι άνθρωποι δεν μπορούν να ενωθούν, και θα καταλάβουμε τη δυνατότητα και τις προϋποθέσεις του ξεσηκωμού τους.

ΙΙ.
Να κοιτάξουμε κατάφατσα την ελληνική κοινωνία σήμερα.

Ένα μέρος της κοινωνίας έχει υποβιβαστεί σε μια υπο-τάξη πλήρως ή μερικώς ανέργων που σταθερά εδώ και έξι χρόνια ξεπερνούν το εν τέταρτο του εργατικού δυναμικού. Από τι εξαρτώνται αυτοί οι σύγχρονοι παρίες για την επιβίωσή τους; Πρώτον, από τη μαύρη οικονομία. Στην πιο τέλεια μορφή ελεύθερης αγοράς είναι κι ο άνεργος ένα τέλειο εμπόρευμα: τόσο απαξιώνεται όσο δεν βρίσκει αγοραστή. Δεύτερον, από το Κράτος,  τα προγράμματα και τα επιδόματά του. Εδώ, είναι όμηρος των κομματικών μηχανισμών της κεντρικής εξουσίας και των παραγόντων της τοπικής αυτοδιοίκησης. Τρίτον, από τη δυνατότητα της μετανάστευσης στο εξωτερικό, άρα και από την παραμονή της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τέλος, από τους εργαζόμενους και τους συνταξιούχους, με όρους νοικοκυριού και οικογένειας, και μ’ όλη φυσικά την οικονομική και ψυχολογική πίεση που ασκεί η διαιώνιση αυτής της κατάστασης.

Πάνω σ’αυτή τη βάση προσδιορίζονται οι σχέσεις της ζωντανής εργασίας με το κεφάλαιο.

Από τη μιά, η εργατική τάξη αδυνατεί ακόμα και να δηλώσει την ύπαρξή της. Συρρικνωμένη αριθμητικά και κατακερματισμένη, με τα παραδοσιακά πολιτικά και συνδικαλιστικά της όργανα νεκρό βάρος, έχει συντριβεί και αποσυντίθεται ανάμεσα στην απειλή της ανεργίας και την επισφάλεια της δουλικής εργασίας. Δεν έχει τη δύναμη να διεξάγει ούτε καν τον συνηθισμένο συνδικαλιστικό αγώνα για μερικού χαρακτήρα οικονομικές διεκδικήσεις. Παρά την υπερεκμετάλλευση που υφίσταται, η παραγωγή υπεραξίας  έχει μόνο περιθωριακή θέση στην οικονομική της λειτουργία. Με δυο λόγια το ειδικό της βάρος στο κράτος και την κοινωνία έχει μειωθεί περαιτέρω.

Από την άλλη η μικρή ιδιοκτησία, που απασχολεί και την πλειοψηφία των μισθωτών, βρίσκεται σε πλήρες αδιέξοδο. Δραστηριοποιείται σε  επιχειρήσεις ευκαιριακού και παρασιτικού χαρακτήρα  – θνησιγενείς απόπειρες «να βγει έστω το μεροκάματο», που βουλιάζουν μέσα στα χρέη, τους φόρους και τη μειωμένη ζήτηση. Είναι αλήθεια οτι ο μικροαστός μισεί την τράπεζα και το κράτος. Φοροδιαφεύγει όπως και όπου μπορεί. Αλλά μπροστά στα μάτια του βρίσκεται μόνο ο άλλος μικροαστός, που πρέπει να ανταγωνιστεί, ο καταναλωτής, που πρέπει να προσελκύσει και, σε τελευταία ανάλυση, ο εργαζόμενος, που πρέπει να εκμεταλλευτεί όσο περισσότερο μπορεί προκειμένου να πετύχει τα άλλα δύο.

Δίπλα, μέσα και ανάμεσα στα πιο πάνω στρώμματα ζει και εργάζεται μια ατελείωτη ποικιλία αυταπασχολούμενων χωρίς προσωπικό – συχνά με όρους εξαρτημένης εργασίας χωρίς δικαιώματα, μεσα στα χρέη, την αναδουλειά, χωρίς καμιά δυνατότητα αυτοοργάνωσης και αυτενέργειας. Ένα σύστημα πολλαπλών εξαρτήσεων αλυσοδένει την μια κοινωνική ομάδα με την άλλη και το σύνολο με την κρατική εξουσία, τις τράπεζες και τους ξένους δανειστές.

ΙΙΙ.
Καμία τάξη δεν μπορεί να υπάρξει δι’εαυτή, ώστε να σηκώσει μόνη της το βάρος της ανατροπής.

Σε συνθήκες όπου η ανεργία και η προλεταριοποίηση απειλούν άμεσα τους μισθωτούς και τα μεσαία στρώμματα, κανένα στενά οικονομικό, κλαδικό ή εργασιακό αίτημα δεν μπορεί να συσπειρώσει την κοινωνία. Ούτε καν τους άμεσα ενδιαφερόμενους.  Όσο περισσότερο κινδυνεύουν οι άνθρωποι από τη φτώχεια, τόσα πιο πολλά έχουν να χάσουν. Όσο πιο αβέβαιοι  οι όροι αναπαραγωγής της ύπαρξής τους, τόσο πιο ριψοκίνδυνο να τους αψηφήσουν. Επιπλέον, η περίοδος 2010-2015 ανέδειξε και ολοκλήρωσε το ιστορικό σάπισμα του παραδοσιακού μεσαίου όρου που μεσολαβούσε τη συγκρότηση των τάξεων και τις συνέδεε με το Κράτος. Kυρίως τον τύπο του μαζικού κόμματος και συνδικάτου, όπως είχαν διαμορφωθεί στη Μεταπολίτευση. Έτσι, η ελληνική κοινωνία έχει εκφυλιστεί σε ένα άθροισμα ατόμων και κοινωνικοεπαγγελματικών κατηγοριών, που αντιπαρατίθενται ανελέητα με σκοπό την επιβίωσή τους στην αγορά. Homo homini lupus.

Επειδή το κοινό συμφέρον προβάλει μόνο απλοϊκά, οι άνθρωποι δεν βρίσκουν σε αυτό τα πρακτικά μέσα επίτευξής του. Επιθυμούν να αποκαταστήσουν τα πάντα, αλλά καταφέρνουν μόνο να τα τρέπουν σε φετίχ. Δεν ξέρουν ποιά ζωή τους αξίζει και τη μία και μοναδική που τους έχει δοθεί, τη ζουν άσκοπα. Οι νεκροί δεν αφηγούνται τίποτα γι’ αυτό το βασίλειο της γενικής αποξένωσης. Μόνο οι θρησκευτικές αιρέσεις -σήμερα λέγονται κουλτούρες- δίνουν νόημα στον κόσμο. Η δυνατότητα της απολύτρωσης χορηγείται ευγενικά από τις κατεστημένες εξουσίες  κι όλες τις πραγματικές σχέσεις βαραίνει μια «μικρόψυχη απελπισία»[2].

IV.
Για να σπάσουν την απομόνωσή τους οι άνθρωποι, για να εξουδετερώσουν τις μεταξύ τους διαφορές, πρέπει να αναγνωρίσουν τη μοίρα τους σ’αυτό που διακυβεύεται. Αλλά να αναγνωρίσουν αυτό που διακυβεύεται θα πει να γνωρίσουν ξανά ο ένας τον άλλο. Θα χρειαζόταν για το σκοπό αυτό μια χειρονομία που θα έδειχνε μέσα από τα τυφλά δεδομένα της καθημερινής ζωής την έννοια του κοινού συμφέροντος. Που θα αποκάλυπτε στον λαό οτι οι αντιθέσεις που τον εμποδίζουν  να γίνει αυτό που είναι, έχουν ήδη αναιρεθεί. ‘Αρα, μια χειρονομία που θα έδειχνε ότι μέσα στις δοσμένες συνθήκες υπάρχει ήδη καθ’εαυτό ένα επαναστατικό υποκείμενο. Αυτό το υποκείμενο, αυτόν τον λαό, δεν χρειάζεται να τον εφεύρουμε εμείς, είναι προϊόν της ιστορικής περιόδου που διανύουμε. Για να το ανακαλύψουμε, πρέπει να κάνουμε αφαίρεση από την αμεσότητα κάθε ατόμου και κάθε (υποτελούς) τάξης ως εκείνο το σημείο που η «δουλική συνείδηση επανευρίσκει τον εαυτό της μέσω του ίδιου του εαυτού της»[3].

Αλλά μόνη η αφαιρετική κίνηση δεν αρκεί. Χρειάζεται να ακολουθήσουμε και την αντίστροφη πορεία. Αυτό που ανακαλύψαμε, πρέπει να το αποκαλύψουμε σ’αυτό το ίδιο. Αντί λοιπόν να αντιπαραβάλουμε στη μοιρολατρεία την ανήμπορη οργή, αντιπαραθέτουμε στην κυρίαρχη ιδεολογία την κριτική. Αντί για την ουτοπία, την επιστήμη. Αντί για το πρέπει, το πρόγραμμα. Η ελπίδα υπάρχει όσο υπάρχουν άνθρωποι που ανοίγουν παράθυρα στην απομόνωση των άλλων, που σπάνε τη μονόπλευρη θετικότητα των πραγμάτων και περιγράφουν -με αυτά τα ίδια- τους όρους μιας νέας πραγματικότητας. Γι’αυτό και είχε δίκιο ο ποιητής που έγραφε:

τη στάσιμη ώρα
αγαπώ τα παιδιά
με μάτια από καθρέφτες

Σταλαματιές ενός άστρου
στο Βορρά
στο Νοτιά[4]
Αν το αστέρι του Βορρά είναι το δίκιο, στο Νότο είναι το άστρο της δύναμης. Σ’αυτόν τον αμφιφανή αστερισμό γεννιέται ιστορικά ο λαός.
Όταν η επιθυμία κατανοείται ως ανάγκη και  ο πλησίον ως ρεαλιστικά υπαρκή δυνατότητα[5] πραγματοποίησής της, τότε δημιουργείται μια νέα εμπειρία. Και είναι τούτη η νέα εμπειρία που, στην επανάληψή της, θα δώσει μια μέρα στο άτομο τη «φοβερή τόλμη μιας στιγμής παραδομού»[6]. Σ’εκείνη την εκκλησία, την «πραγματική κατάσταση έκτακτης ανάγκης»[7] όπου όλα ξεχνιούνται και όλοι συν-χωρούν και το Εγώ αφήνεται στον Άλλο. Έτσι υψώνεται ο Σωτήρας: ενσαρκωμένος στη δόξα και την πράξη την κοινή, στο μυστήριο της Γενικής Πολιτικής Απεργίας.


[1] Τάκη Παπατσώνη, Εθνεγερσία
[2] Κ. Μαρξ, Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη
[3] Γκ. Χέγκελ, Η Φαινομενολογία του Πνεύματος
[4] Νίκου-Αλέξη Ασλάνογλου, Μαλαματένια Βροχή
[5] «Αυτή η έτσι αναπτυσσόμενη εξωτερικότητα είναι ένας κύκλος δύο όρων: της δυνατότητας και της άμεσης πραγματικότητας, που αποτελεί τη μεσολάβηση του ενός μέσω του άλλου» (Γκ. Χέγκελ, Η επιστήμη της Λογικής)
[6] Τ.Σ. Έλιοτ, Η Έρημη Χώρα
[7] Βάλτερ Μπένγιαμιν, Θέσεις για τη Φιλοσοφία της Ιστορίας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου