Τετάρτη 24 Ιουλίου 2019

Ντύλαν Τόμας, Do not go gentle into that good night

Dylan Thomas (1914-1953)

Μην αφεθείς αμαχητί στη νύχτα που σε ντύνει,
Τα γηρατειά, στα δειλινά, πρέπει να καίγονται· να μαίνονται με λύσσα·
Θύμωνε, θύμωνε γι' αυτό το φως που σβήνει.

Κι αν ειν'σωστό για τους σοφούς το τέλος τους σιγή να περικλείνει,
Γιατί με λέξεις δεν καμάκωσαν ποτέ την αστραπή -- κι αυτοί
Δεν θ' αφεθούν αμαχητί στη νύχτα που τους ντύνει.

Και ο καλός στο τελευταίο κύμα του, τα δάκρυά του χύνει:
Ας χόρευαν τα έργα του σ' απάγκιο χλοερό! -- γι' αυτό
Θυμώνει, θυμώνει γι' αυτό το φως που σβήνει.

Ατίθασοι που γράπωσαν (και ύμνησαν) του ήλιου τη βιασύνη,
Επειδή έμαθαν, πολύ αργά, και θρήνησαν αυτό του το ταξίδι -- 
Δεν θ' αφεθούν αμαχητί στη νύχτα που τους ντύνει.

Και της ζωής οι κατηφείς, π' ετοιμοθάνατοι, ξεκάθαρο έχει γίνει,
Πως και τυφλά τα μάτια φλέγονται, σαν διάττοντες αστέρες,
Θυμώνουν, θυμώνουν γι' αυτό το φως που σβήνει.

Κι εσύ εκεί, πατέρα μου, στης θλίψης σου τα ύψη,
Βλόγα και καταράσου με με τ'άγρια δάκρυά σου, παρακαλώ -- 
Μην αφεθείς αμαχητί στη νύχτα που σε ντύνει.
Θύμωσε, θύμωσε γι'΄αυτό το φως που σβήνει.



***  
Do not go gentle into that good night,
Old age should burn and rave at close of day;
Rage, rage against the dying of the light.

Though wise men at their end know dark is right,
Because their words had forked no lightning they
Do not go gentle into that good night.

Good men, the last wave by, crying how bright
Their frail deeds might have danced in a green bay,
Rage, rage against the dying of the light.

Wild men who caught and sang the sun in flight,
And learn, too late, they grieved it on it's way,
Do not go gentle into that good night.

Grave men, near death, who see with blinding sight
Blind eyes could blaze like meteors and be gay,
Rage, rage against the dying of the light.

And you, my father, there on the sad height,
Curse, bless, me now with your fierce tears, i pray.
Do not go gentle into that good night.
Rage, rage against the dying of the light.  

--------------------------------------
Dylan Thomas, Selected Poems
Μετάφραση: Γιώργος Κυρπιγιάν 

Δευτέρα 8 Ιουλίου 2019

Το Άλμπατρος, του Σαρλ Μπωντλαίρ

Kristine Barett, Albatros

[Spleen et idéal]

ΤΟ ΑΛΜΠΑΤΡΟΣ 

Πολλές φορές οι ναυτικοί, για να περνά η ώρα,
Άλμπατρος μαγκώνουνε, τρανά θαλασσοπούλια·
Συνταξιδιώτες ήρεμους π' ακολουθούν το πλοίο
Καθώς γλυστρά κι ανοίγεται μες τις πικρές αβύσσους.

Κι όταν τους εκθρονίσουνε απάνω στη κουβέρτα
Τους βασιλιάδες τ'ουρανού, οικτρούς και ντροπιασμένους,
Αυτοί αφήνουν άχαρα τα πάλλευκα φτερά τους,
Σαν ακυβέρνητα κουπιά, να σέρνονται στο πλάι.

Κι ο φτερωτός ταξιδευτής, τι κωμικός που δείχνει!
Τι κακομοίρης κι άσχημος, ο άλλοτε τόσ' ωραίος!
Κι άλλοι το ράμφος του ενοχλούν κι άλλοι τον κοροϊδεύουν
Για το χωλό του βάδισμα -- εκείνον, που πετούσε!

Αυτού του νεφοπρίγκηπα ο Ποιητής του μοιάζει:
Τις καταιγίδες κυνηγά και του τοξότη τού γελά·
Και είν' εξόριστος εδω στη γη, και τον χλευάζουν όλοι·
Κι έχει πελώρια φτερά, βαρίδια στην περπατησιά.


L'ALBATROS

Souvent, pour s'amuser, les hommes d'équipage
Prennent des albatros, vast oiseaux des mers,
Qui suivent, indolents compagnons de voyage,
Le navire glissant sur les gouffres amers.

A peine les ont-ils déposés sur les planches,
Que ces rois de l'azur, maladroits et honteux,
Laissent piteusement leurs grandes ailes blanches
Comme des aviron traîner à côté d'eux.

Ce voyager ailé, comme il est gauche et veule!
Lui, naguère si beau, qu'il est comique et laid!
L'un agace son bec avec un brûle-gueule,
L'autre mime, en boitant, l'infirme gui volait!

Le Poete est semblable au prince des nuées
Qui hante la tempête et se rit de l'archer;
Exilé sur le sol au milieu des huées,
Ses ailes de géant l'empêchent de marcher. 

-----------------------------------------------------
Charles Baudelaire, Les Fleurs du Mal, 1857
Μετάφραση: Γιώργος Κυρπιγιάν

Τρίτη 2 Ιουλίου 2019

Σαρλ Μπωντλαίρ: δυο ποιήματα


[Spleen et idéal]

IV
ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΣΕΙΣ

Ένας ναός η φύση μας, με ζωντανές κολώνες
Π'ακούγονται από μέσα τους ορμήνειες μπερδεμένες·
Ο Άνθρωπος περνά εκεί στο δάσος των συμβόλων
Κι εκείνα τον παρατηρούν, και κάτι του θυμίζουν...

Σαν μακρινοί αντίλαλοι που γίνονται κουβάρι
Μέσα σε μια ενότητα βαθειά και σκοτεινή,
Και σαν τη νύχτα απέραντη και σαν το φως της μέρας
Τα χρώματα, τ'άρώματα κι οι ήχοι ανταμώνουν.

Υπάρχουν αρώματ' απαλά, σαν των παιδιών τη γύμνια,
Μελωδικά σαν όμποε, πράσινα σα λιβάδια,
-- Μα υπάρχουν κι άλλα: έκφυλα και πλούσια και πιο μεθυστικά,

Που έχοντας την έκταση των άπειρων πραγμάτων,
Σαν κεχριμπάρι, ευωδιά, ρητίνη και λιβάνι
Τ'αλισβερίσι τραγουδούν του νου με τις αισθήσεις.



V

Γυρίζει ο νους, καμιά φορά, στις εποχές της γύμνιας,
Τότε που ο Απόλλωνας χρύσωνε τις μορφές.
Τότε που οι νιογέννητοι έξω από ψέμμα κι έγνοιες
Άντρας, γυναίκα -- λυγερόκορμοι -- χαίρονταν τη ζωή.
Με το γαλάζιο του ουρανού πα στις γυμνές τους πλάτες
Τη Μηχανή τη σαρκική τη δούλευαν ως πρέπει.
Τότε που η Κυβέλη κάρπιζε απλόχερα τα δώρα,
Και κανενός δεν έβρισκε το βάρος περιττό -- μα
Σα λύκαινα αγέρωχη με μια καρδιά για όλους,
Θήλαζε τον κόσμο μας με ρώγες σκοτεινές.
Κι ο άνδρας δίκαιο για μια φορά περήφανος να νοιώθει,
Έτσι αβρός, γερός και δυνατός, ρήγα τους που τον είχαν
Οι καλλονές οι τρυφεροί καρποί, οι άγουροι κι αθώοι·
Μια σάρκα λεία σφιχτή κι ανέγγιχτη, φτιαγμένη για ένα στόμα!

Ο Ποιητής που σήμερα τούτα τα μεγαλεία,
Τα φυσικά κι αρχέγονα, θα θελε να συλλάβει,
Εκεί που φανερώνεται τ'ανδρόγυνου η γύμνια
Θα νοιωθε σύγκρυο ζοφερό να ζώνει την ψυχή του,
Μπροστά σ' αυτόν τον πίνακα του μαύρου και της φρίκης:
Τέρατα που εκλιπαρούν να τους δωθούνε ρούχα!
Σώμα και μέλη κωμικά, άξια μασκαράτας!
Πάχη, κοιλιές, κορμιά ισχνά, που ο θεός της Χρήσης,
Σκληρός κι ατάραχος, από μικρά,
Φασκιώνει μες τον μπρούτζο!
Κι εσύ, γυναίκα, αλίμονο, χλωμή σαν τη λαμπάδα,
Που λιώνει κι ανάβει το πιοτό -- κι εσύ, φτωχή παρθένα,
Της αμαρτίας να γεννάς, να κουβαλάς το στίγμα·
Τόσο σκληρό είν' σήμερα να γίνεσαι μητέρα!

Είναι αλήθεια πως σε μας, διεφθαρμένα έθνη,
Υπάρχουν άλλες ομορφιές, άγνωστες στους αρχαίους:
Τα φαγωμένα πρόσωπα, απ'τις καρδιάς τα έλκη -- και,
Όπως θα λεγε κανείς, του μαρασμού τα κάλλη·
Μα ό, τι και να σκαρφιστούν οι όψιμες μας μούσες
Ποτέ δεν θ' αναβάλουνε το σεβασμό που πρέπει
Από τις έκφυλες τις ράτσες μας στην πρότερη τη νιότη,
-- Σε νιότη άγια, μέτωπο γλυκό και καθαρό αέρα,
Σε μάτια ξάστερα κι αγνά, σαν γάργαρο ποτάμι,
Που αμέριμνο σκορπίζοντας κυλά
-- Σαν το γαλάζιο τ'ουρανού, σαν τα πουλιά και τ' άνθη,
Τραγούδια, αρώματα απλά και τη γλυκιά του θέρμη!


[Spleen et idéal]

IV
CORRESPONDANCES

La Nature est un temple où de vivant piliers
Laissez parfois sortir de confuses paroles;
L'homme y passe à travers des forêts de symboles
Qui l'observent avec des regards familiers.

Comme de longs échos qui de loin se confondent
Dans une ténébreuse et profonde unité,
Vast comme la nuit et comme la clarté,
Les parfums, les couleurs et les sons se répondent.

Il est de parfums frais comme des chairs des enfants,
Doux comme les hautbois, verts comme les prairies,
-- Et d'autres, corrompus, riches et triomphants,

Ayant l'expansion des choses infinies,
Comme l'ambre, le musc, le benjoin et l'encens,
Qui chantent les transports de l'esprit et des sens.



V

J'aime le souvenir de ces époques nues,
Dont Phoebus se plaisait à dorer les statues.
Alors l'homme et la femme en leur agilité
Jouissaient sans mensonge et sans anxiété,
Et, le ciel amoureux leur caressant l'échine,
Exerçaient la santé de leur noble machine.
Cybèle alors, fertile en produits généreux,
Ne trouvait point ses fils un poids trop onéreux,
Mais, louve au coeur gonflé de tendresses communes,
Abreuvait l'univers à ses tétines brunes.
L'homme, élégant, robuste et fort, avait le droit
D'être fier des beautés qui le nommaient leur roi ;
Fruits purs de tout outrage et vierges de gerçures,
Dont la chair lisse et ferme appelait les morsures !

Le Poète aujourd'hui, quand il veut concevoir
Ces natives grandeurs, aux lieux où se font voir
La nudité de l'homme et celle de la femme,
Sent un froid ténébreux envelopper son âme
Devant ce noir tableau plein d'épouvantement.
Ô monstruosités pleurant leur vêtement !
Ô ridicules troncs ! torses dignes des masques !
Ô pauvres corps tordus, maigres, ventrus ou flasques,
Que le dieu de l'Utile, implacable et serein,
Enfants, emmaillota dans ses langes d'airain !
Et vous, femmes, hélas ! pâles comme des cierges,
Que ronge et que nourrit la débauche, et vous, vierges,
Du vice maternel traînant l'hérédité
Et toutes les hideurs de la fécondité !

Nous avons, il est vrai, nations corrompues,
Aux peuples anciens des beautés inconnues :
Des visages rongés par les chancres du coeur,
Et comme qui dirait des beautés de langueur ;
Mais ces inventions de nos muses tardives
N'empêcheront jamais les races maladives
De rendre à la jeunesse un hommage profonde,
- A la sainte jeunesse, à l'air simple, au doux front,
A l'oeil limpide et clair ainsi qu'une eau courante,
Et qui va répandant sur tout, insouciante
Comme l'azur du ciel, les oiseaux et les fleurs,
Ses parfums, ses chansons et ses douces chaleurs !

-------------------------------
Les Fleurs du Mal (1857)
Μετάφραση: Γιώργος Κυρπιγιάν