Πέμπτη 29 Αυγούστου 2019

Το Θαλασσινό Κοιμητήρι, του Πωλ Βαλερύ (α' μέρος)

Paul Valery (1871-1945)

Το θαλασσινό κοιμητήρι

Μὴ, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον 
σπεῦδε, ταν δ'ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν.
-- Πίνδαρος, Πυθιονίκαις (3.61-62)


Αυτή η σκέπη της σιωπής, που τα πουλιά βαδίζουν,
Πάλλει στα πεύκα ανάμεσα κι ανάμεσα στους τάφους·
Πλάθει εκεί από φωτιά, το δίκαιο μεσημέρι,
Τη θάλασσα, τη θάλασσα, που ξαναρχίζει πάντα!
Σκέψης αποζημίωση εσύ,
Βλέμμα μου χωρίς όριο στη θεϊκή ηρεμία! 

Τι μόχθος αναλώνεται από μυριάδες λάμψεις
Στων φευγαλέων των αφρών τα διαμαντένια πέπλα,
Και τι ειρήνης άπλωμα είναι αυτό που μοιάζει!
Σαν ένας ήλιος κρεμαστεί στης άβυσσου τα χείλη,
Σίγουρη γνώση τ' Όνειρο κι ο Χρόνος λαμπυρίζει,
Και είναι αυτά τα έργα αγνά, ενός σκοπού για πάντα. 

Θησαυρέ μου βέβαιε, ναέ απλέ της Αθηνάς,
Μάζα γαλήνης κι απόθεμα ορατό, νερό
διερευνητικό και μάτι,
που μέσα σου φυλάς ύπνο βαθύ
Κάτω από φλόγινο πανί,
Σιωπή μου! Οικοδόμημα μες την ψυχή,
Στέγη χρυσή,
Με χίλια κεραμίδια, Σκέπη!

Χρόνου Ναός· ένας μονάχα στεναγμός
τον συνοψίζει,
Σκαρφαλώνω εκεί και συνηθίζω
το βλέμμα μου στη θάλασσα τριγύρω·
Κι όπως οι προσφορές μου στους θεούς οι ακριβές,
Το ήπιο φεγγοβόλημα ενσπείρει
Μια ουράνια σιγή αδιαφορίας.

Όπως το φρούτο λιώνει σε ηδονή,
Και ανταλλάσσει την απουσία του με γεύση
Μέσα στο στόμα οπου πεθαίνει η μορφή,
Έτσι κι εγώ εισπνέω εδώ τη μέλλουσά μου στάχτη.
Και τραγουδά ο ουρανός στην ξοδεμένη μου ψυχή,
Οτι η όχθη η βουερή πάντα αλλάζει.

Όμορφε ουρανέ, αληθινέ ουρανέ, κοίτα με που αλλάζω!
Μετά από τόση έπαρση, νωθρότητα παράξενη,
Μα υπόσχεση γεμάτη,
Στο φωτεινό κενό μ' αφήνω τώρα.
Πάνω στα σπίτια των νεκρών γλυστράει η σκιά μου,
Κι εγώ εξοικειώνομαι στ' αβέβαιο βάδισμά της.

Με την ψυχή πάνω στου θέρους την πυρά, σε υπομένω,
Δικαιοσύνη λιοπερίχυτη,
Πάνοπλη -- χωρίς έλεος,
Τρομερή!
Σου δωσα πίσω ακέραιη την πρότερή σου θέση:
Δες!...
Μα όταν το φως στη μια πλευρά το αποδίδεις,
Θρηνείς μαζί και της σκιάς την άλλη όψη.

Για μένα· σε μένα· τον ίδιο και μόνο,
Πλησίον μιας καρδιάς, κει που το ποίημα μου πηγάζει,
Ανάμεσα στο καθαρό συμβάν και το κενό,
Εκεί προσμένω την ηχώ
Του μέσα μου θριάμβου,
Μια στέρνα κρύα, βαθιά και ηχηρή,
«Δεν έχει κοίλο ακόμη για να βγει»,
Μες την ψυχή μου πάντοτε βουίζει!

Συ όμως, που τάχα πιάστηκες στα φύλλα,
Κόλπε π' αυτά τ'αδύναμα δεσμά καταβροχθίζεις,
Μυστικά εκτυφλωτικά, στα μάτια μου τα σφαλιστά,
Γνωρίζεις άραγε,
Ποιό σώμα για το ράθυμό του τέλος μ' εκπαιδεύει
Και ποιό κεφάλι το τραβά στων σκελετών τη χώρα;
Τους εκλιπόντες μου εκεί, μια σπίθα συλλογιέται.

Κλειστό, σεπτό, φωτιά χωρίς υπόσταση γεμάτο,
Ένα κομμάτι γης που πρόσφεραν στο φως--
Μ'αρέσει αυτό το μέρος, όπου δεσπόζουν οι δαυλοί,
Κι έχει φτιαχτεί
Από πέτρα, χρυσό και δέντρο σκοτεινό·
Πάνω στους ίσκιους τους βαθείς, τα μάρμαρα χορεύουν,
Κι η θάλασσά μου η πιστή, κοιμάται απά στους τάφους!

Σκύλα μου εξαίσια, διώξ' τους ειδωλολάτρες!
Όταν μονάχος με χαμόγελο ποιμένα,
Ωρες πολλές βοσκώ αμνούς μυστηριώδεις,
Το ποίμνιο το λευκόμαλλο των ήσυχών μου τάφων,
Τις περιστέρες τις προσεκτικές, κράτα τες μακριά τους,
Μακριά τα μάταια όνειρα, τους ύποπτους αγγέλους!

Σαν έρθει εδώ το αύριο, δε θέλει πια να φύγει,
Ελεύθερο το έντομο, σκαλίζει ξηρασία·
Κάηκαν όλα, διαλύθηκαν, τα πήρε ο αέρας,
Σε ποιά δεν ξέρω γύρισαν πανάρχαιη ουσία...
Είν' η ζωή απέραντη, στης απουσίας τη μέθη,
Και κάθε πίκρα είναι γλυκειά, και καθαρό το πνεύμα.



***


Le cimetière marin

Μὴ, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον 
σπεῦδε, ταν δ'ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν.
-- Pindare, Pythiques, III

Ce toit tranquille, où marchent des colombes,
Entre les pins palpite, entre les tombes;
Midi le juste y compose de feux
La mer, la mer, toujours recommencée!
O récompense après une pensée
Qu' un long regard sur le calme des dieux! 

Quel pur travail de fins éclairs consume
Maint d'imperceptible écume,
Et quelle paix semble se concevoir!
Quand sur l'abîme un soleil se repose,
Ouvrages purs d'une éternelle cause,
Le Temps scintille et le Songe est savoir.

Stable trésor, temple simple à Minerve,
Masse de calme, et visible réserve,
Eau sourcilleuse, Oeil qui gardes en toi
Tant de sommeil sous un voile de flamme,
O mon silence!... Edifice dans l'âme,
Mais comble d'or aux mille tuiles, Toit!

Temple du Temps, qu'un seul soupir résume,
A ce point pur je monte et m'accoutume,
Tout entouré de mon regard marin;
Et comme aux dieux mon offrande suprême,
La scintillation sereine sème
Sur l'altitude un dédain souverain.

Comme le fruit se fond en jouissance,
Comme en délice il change son absence
Dans une bouche où sa forme se meurt,
Je hume ici ma future fumée,
Et le ciel chante à l'âme consumée
Le changement des rives en rumeur.

Beau ciel, vrai ciel, regarde-moi qui change!
Après tant d'orgueil, après tant d'étrange
Oisivité, mais pleine de pouvoir,
Je m'abandonne à ce brillant espace,
Sur les maisons des morts mon ombre passe
Qui m'apprivoise à son frêle mouvoir.

L'^âme exposée aux torches du solstice,
Je te soutiens, admirable justice
De la lumière aux armes sans pitié!
Je te rends pure à ta place première:
Regarde-toi!... Mais rendre la lumière
Suppose d'ombre une morne moitié.

O pour moi seul, à moi seul, en moi-même,
Auprès d'un coeur, aux sources du poème,
Entre le vide et l'évèment pur,
J'attends l'écho de ma grandeur interne,
Amère, sombre et sonore citerne,
Sonnant dans l'âme un creux toujours futur!

Sais-tu, fausse captive des feuillages,
Golfe mangeur de ces maigres grillages,
Sur mes yeux clos, secrets éblouissants,
Quel corps me traîne à sa fin paresseuse,
Quel front l'attire à cette terre osseuse?
Une étincelle y pense à mes absents.

Fermé, sacré, plein d'un feu sans matière,
Fragment terrestre offert à la lumière,
Ce lieu me plaît, dominé de flambeaux,
Composé d'or, de pierre et d'arbres sombres,
Où tant de marbre est tremblant sur tant d'ombres;
La mer fidèle y dort sur mes tombeaux!

Chienne splendide, écarte l'idolâtre!
Quand solitaire au sourire de pâtre,
Je pais longtemps, moutons mystérieux,
Le blanc troupeau de mes tranquilles tombes,
Eloignes-en les prudentes colombes,
Les songes vains, les anges curieux!

Ici venu, l'avenir est paresse.
L'insecte net gratte la sécheresse;
Tout est brûle, défait, reçu dans l'air
A je ne sais quelle sévère essence...
La vie est vaste, étant ivre d'absence,
Et l'amertume est douce, et l'esprit clair.

-------------------------------------------------
Paul Valery, Charmes (1922)
Μετάφραση: Γιώργος Κυρπιγιάν




Παρασκευή 9 Αυγούστου 2019

Πωλ Ελυάρ: δυο ποιήματα

Πωλ Ελυάρ, 1895-1952

 
Η αγαπημένη

Στέκεται όρθια στα βλέφαρά μου
Και τα μαλλιά της είναι μέσα στα δικά μου,
Έχει το σχήμα των χεριών μου,
Έχει το χρώμα των ματιών μου,
Καταποντίζεται στον ίσκιο μου
Σαν πέτρα στον ουρανό.

Έχει τα μάτια πάντοτε ανοιχτά
Και δεν μ'αφήνει να κοιμηθώ.
Τα όνειρα της μέρας της
Εξαερώνουν ήλιους,
Με κάνουν να γελώ, να κλαίω και να γελώ
Και να μιλώ, χωρίς να έχω τίποτα να πω.


L'amoureuse

Elle est debout sur mes paupières
Et ses cheveux sont dans les miens,
Ella a la forme de mes mains,
Elle a la couleur de mes yeux,
Elle s'engloutit dans mon ombre
Comme une pierre sur le ciel.

Elle a toujours les yeux ouverts
Et ne me laisse pas dormir.
Ses rêves en pleine lumière
Font s'évaporer les soleils,
Me font rire, pleurer et rire,
Parler sans avoir rien à dire.


***


[Η καμπύλη των ματιών σου...]

Η καμπύλη των ματιών σου γυροφέρνει την καρδιά μου,
Στροφές γλυκές, χορευτικές,
Του χρόνου φωτοστέφανο, λίκνο της νύχτας ασφαλές,
Κι αν δε γνωρίζω πια όσα έχω ζήσει
Είναι γιατί τα μάτια σου δε με κοιτούσαν πάντα.

Φύλλα της μέρας και βρύα της δροσιάς,
Ανέμου καλαμιές και αρωμάτων γέλια,
Φτερά του κόσμου φωτεινά,
Καράβια φορτωμένα, απ'ουρανό και θάλασσα·
Θορύβων θηρευτές και των χρωμάτων βρύσες

Βαρέλι ευωδιαστό, γεμάτο χαραυγές
Που πάντα το σκεπάζουνε με τ'άχυρα των άστρων,
Κι όπως η μέρα ισορροπεί στους ώμους των αθώων
Ο κόσμος όλος κρέμεται από τ' αγνά σου μάτια
Κι όλο το αίμα μου κυλά μέσα στα βλέμματά τους.


[La courbe de tes yeux...]

La courbe de tes yeux fait le tour de mon coeur,
Un rond de danse et de douceur,
Auréole du temps, berceau nocturne et sûr,
Et si je ne sais plus tout ce que j'ai vécu
C'est que tes yeux ne m'ont pas toujours vu.

Feuilles de jour et mousse de rosée,
Roseaux du vent, sourires parfumés,
Ailes couvrant le monde de lumière,
Bateaux chargés du ciel et de la mer,
Chasseurs des bruits et sources des couleurs

Parfums éclos d'une couvée d'aurores
Qui gît sur la paille des astres,
Comme le jour dépend de l'innocence
Le monde entier dépend de tes yeux purs
Et tout mon sang coule dans leurs regards.

----------------------------------------------------
Paul Eluard, Capitale de la douleur (1926)
Μετάφραση: Γιώργος Κυρπιγιάν

 

Τετάρτη 7 Αυγούστου 2019

Σε μια περαστική, του Σαρλ Μπωντλαίρ


[Tableaux Parisiens]

ΣΕ ΜΙΑ ΠΕΡΑΣΤΙΚΗ

Χίλιων φωνών οχλαλοή, το ουρλιαχτό του δρόμου.
Ψηλή και λεπτεπίλεπτη, σε πένθος βαρύ και πόνο,
Μία γυναίκα πέρασε, με χέρι όλο χάρη,
Κρατώντας, να μη σέρνεται, δαντελωτό φουστάνι·

Ευγένεια λυγερόκορμη, με γάμπα αγαλμάτων.
Ήπια τρελός στα μάτια της
(έναν κατάχλωμο ουρανό, π'εγκυμονεί τυφώνες)
Μια ηδονή θανατερή, μια γλύκα που μαγεύει.

Λάμψη!... κι έπειτα νύχτα. -- Ομορφιά μου φευγαλέα!
Βλέμμα στιγμής που μ'έκανες να γεννηθώ ξανά,
Δεν θα σε δω ποτέ παλι λοιπόν, πριν σμίξουμε για πάντα;

Αλλού. Πολύ μακριά. Πολύ αργά. Κι ίσως ποτέ.
Γιατί δεν έμαθα πού πας, και δεν θα μάθεις πού πηγαίνω.
Μονάχα ξέρω, το νοιωσες, οτι θα σ'αγαπούσα. 


A UNE PASSANTE

La rue assurdissante autour de moi hurlait.
Longue, mince, en grand deuil, douleur majesteuse,
Une femme passa, d'une main fastueuse 
Soulevant, balançant le feston et l'ourlet;

Agile et noble, avec sa jambe de statue.
Moi, je buvais, crispé come un extravagant,
Dans son oeil, ciel livide où germe l'ouragan,
La douceur qui fascine et le plaisir qui tue.

Un éclair... et puis la nuit! -- Fugitive beauté
Dont le regard m' a fait soudainement renaître,
Ne te verrais-je plus que dans l'éternité?

Ailleurs, bien loin d' ici! trop tard! jamais peut-être!  
Car j'ignore où tu fuis, tu ne sais où je vais,
O toi que j' eusse aimée, ô toi qui le savais! 

------------------------------------------------------
Charles Baudelaire, Les Fleurs du Mal
Μετάφραση: Γιώργος Κυρπιγιάν
 

Πέμπτη 1 Αυγούστου 2019

Τεξανή, του Τσαρλς Μπουκόφσκι

Τσαρλς Μπουκόφσκι (1920-1994)

είναι απ'το Τέξας,
47 κιλά.
και στέκεται μπροστά στον
καθρέφτη και χτενίζει ωκεανούς
κόκκινα μαλλιά,
που ρίχνονται στην πλάτη και
φτάνουν ως τον κώλο.
είναι μαγεία τούτο το μαλλί και πετάει
σπίθες ενώ είμαι ξαπλωμένος 
και τη βλέπω να χτενίζει
τα μαλλιά της.
μοιάζει βγαλμένη από ταινία κι όμως 
είναι όντως εδώ. κάνουμε έρωτα τουλάχιστον μια φορά τη μέρα και
μπορεί να με κάνει να γελάσω
όποτε γουστάρει.
είναι γερές γυναίκες οι Τεξανές,
κι εκτός αυτού η συγκεκριμένη έχει
καθαρίσει το ψυγείο μου, τον νεροχύτη μου,
το μπανιο• μου μαγειρεύει και
με ταΐζει υγιεινά φαγητά 
κι επίσης μου πλένει και τα 
πιάτα.

"Χανκ", μου είπε,
κρατώντας ένα κουτί χυμό
γκρεϊπφρουτ, "αυτό είναι το καλύτερο 
απ'όλα".
γράφει: ΡΟΖ χυμός γκρεϊπφρουτ
από το Τέξας, χωρίς ζάχαρη.

μοιάζει όπως θα έμοιαζε
η Κάθριν Χέιπμπορν στο Λύκειο, 
και κοιτάζω αυτά τα
47 κιλά
να χτενίζουν μισό στρέμμα και κάτι ψιλά
κόκκινα μαλλιά
μπρος στον καθρέφτη
και τη νοιώθω μέσα στους
καρπούς μου και πίσω από τα μάτια μου,
και τα πόδια και τα δάχτυλα των ποδιών
και η κοιλιά μου τη νοιώθουν
κι όλος ο υπόλοιπος,
και όλο το Λος Άντζελες πέφτει στα γόνατα
και κλαίει από χαρά,
και στα σπίτια που πουλάνε έρωτα οι τοίχοι τρέμουν -- ο ωκεανός ορμάει μέσα
κι αυτή γυρίζει και μου λέει,
"ο διάβολος να πάρει ετούτα τα μαλλιά!"
κι εγώ λέω,
"ναι".



texan

she's from texas and weighs
103 pounds
and stands before the
mirror combing oceans 
of reddish hair
which falls all the way down
her back to her ass.
the hair is magic and shoots 
sparks as i lay on the bed
and watch her combing her
hair. she's like something 
out of the movies but she's
actually here. we make love 
at least once a day and
she can make me laugh
any time she cares
to. Texan women are always 
healthy, and besides that she's 
cleaned my refrigerator, my sink, 
the bathroom, and she cooks and
feeds me healthy foods
and washes the dishes
too.

"Hank," she told me, 
holding up a can of grapefruit
juice, "this is the best of them 
all."
it says : Texas unsweetened
PINK grapefruit juice.

she looks like Katherine Hepburn
looked when she was
in high school, and i watch those
103 pounds
combing a yard and some change
of reddish hair
before the mirror
and i feel her inside of my
wrists and at the backs of my eyes,
and the toes and legs and belly
of me feel her and
the other part too,
and all of Los Angeles falls down
and weeps for joy,
and walls of the love parlors shake --
the ocean rushes in and she turns
to me and says, "damn this hair!"
and i say,
"yes."

...........
Charles Bukowski, Love is a dog from hell
Μετάφραση: Γιώργος Κυρπιγιάν