Rene Magritte, Οι Σύντροφοι του Φόβου, 1942 |
[Spleen et Idéal]
ΟΙ ΚΟΥΚΟΥΒΑΓΙΕΣ
Κάτω από πουρνάρι σκοτεινό που τις σκεπάζει,
Κάθονται ακίνητες οι κουκουβάγιες στη σειρά.
Μοιάζουν με παράξενες θεότητες
Όπως τοξεύουν την κόκκινη ματιά τους.
Και συλλογίζονται.
Έτσι θα μείνουν, δίχως να σαλεύουν,
Ως της μελαγχολίας τη στιγμή,
Όταν, σπρώχνοντας τον ήλιο που ήδη γέρνει,
Ξανάρχονται οι σκιές στη γη.
Η στάση τους διδάσκει τον σοφό
Πως πρέπει να φοβάται
Την ταραγμένη κίνηση σ' αυτόν εδώ τον κόσμο·
Κι οτι εκείνος που μεθά με φευγαλέους ίσκιους
Πάντα θα κουβαλά μαζί του τη μομφή,
Πως θέλησε τη θέση του ν' αλλάξει.
***
LES HIBOUX
Sous les ifs noirs qui les arbitent,
Les hiboux se tiennent rangés,
Ainsi que des dieux étrangers,
Dardant leur oeil rouge. Ils méditent.
Sans remueur ils se tiendront
Jusqu' à l' heur mélancolique
Où, poussant le soleil oblique,
Les ténèbres s' etqbriront.
Leur atttude au sage enseigne
Qu' il faut en ce monde qu' il craigne
Le tumulte et le mouvement;
L' homme ivre d' une hombre qui passe
Porte toujours le châtiment
D' avoir voulu changer de place.
---------------------------------------
Charles Baudelaire, Les Fleurs du Mal, 1857
Μετάφραση: Γιώργος Κυρπιγιάν
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου