Δευτέρα 1 Ιουνίου 2020

Αρθούρος Ρεμπώ, Μια εποχή στην Κόλαση (απόσπασμα)

Arthur Rimbaud, 1854-1891


ΑΝΤΙΟ

Φθινόπωρο κιόλας! -- Αλλά γιατί να μας λείπει ένας ήλιος αιώνιος, αν είμαστε ταγμένοι να βρούμε το θεϊκό φως, -- μακριά απ'τους ανθρώπους που πεθαίνουν μες στις εποχές.
Φθινόπωρο. Το καράβι μας, υψωμένο μες στις ακίνητες ομίχλες, γυρίζει προς το λιμάνι της δυστυχίας, τη γιγάντια πόλη με τον λερωμένο ουρανό από φωτιά και λάσπη. Α! τα φθαρμένα κουρέλια, το ψωμί που μούλιασε στη βροχή, το μεθύσι, οι χίλιοι έρωτες που με σταύρωσαν! Δεν θα σταματήσει λοιπόν αυτή η λάμια να βασιλεύει σ' εκατομμύρια ψυχές και σώματα νεκρά που θα κριθούν! Με θυμάμαι, με το δέρμα φαγωμένο απ'το πύο και την πανούκλα, με τα μαλλιά και τις μασχάλες γεμάτα σκουλήκια κι ακόμα πιο μεγάλα σκουλήκια στην καρδιά, ξαπλωμένος ανάμεσα σ' αγνώστους δίχως ηλικία, δίχως συναίσθημα... Θα μπορούσα να χα πεθάνει εκεί... Φριχτή ανάμνηση! Απεχθάνομαι τη δυστυχία.
Και τρέμω τον χειμώνα. Είναι η εποχή της ζεστασιάς.

-- Καμιά φορά φορά κοιτώ τον ουρανό και βλέπω απέραντες ακτές πλημμυρισμένες από έθνη χαρούμενα, ντυμένα στα λευκά. Πανωθέ μου ένα γιγάντιο χρυσό καράβι αρμενίζει, με τις πολύχρωμες σημαίες του ν' ανεμίζουν στην πρωινή αύρα. Δημιούργησα όλες τις γιορτές, όλους τους θριάμβους, όλα τα δράματα. Δοκίμασα να επινοήσω καινούργια λουλούδια, καινούργια αστέρια, καινούργια κορμιά, καινούργιες γλώσσες. Πίστεψα οτι απέκτησα δυνάμεις υπερφυσικές. Και τι κατάφερα; Πρέπει να θάψω τη φαντασία και τις αναμνήσεις μου! Η όμορφη δόξα του καλλιτέχνη και του παραμυθά πάει περίπατο!
Εγώ! εγώ που μ' έλεγα μάγο ή άγγελο, απαλλαγμένο από κάθε ηθική, γυρίζω στη γη μ' ένα καθήκον να επιτελέσω και μια σκληρή πραγματικότητα να αγκαλιάσω! Χωριάτης!
Μήπως πλανώμαι; Μήπως η καλοσύνη ήταν τελικά για μένα αδελφή του θανάτου;
Στο τέλος, θα ζητήσω συγγνώμη που τράφηκα με ψέμμα. Κι αυτό ήταν όλο.
Μα ούτε ένα χέρι φιλικό. Και πού να βρω βοήθεια;

Ναι, η ώρα που σημαίνει είναι τουλάχιστον αμείλικτη.
Διότι μπορώ να πω πως νίκησα: το τρίξιμο των δοντιών, ο συριγμός της φωτιάς, οι πικροί αναστεναγμοί κοπάζουν. Οι απαίσιες αναμνήσεις σβήνουν όλες. Φεύγουν κι οι τελευταίες τύψεις -- η ζήλεια για τους ζητιάνους, τους ληστές, τους φίλους του θανάτου, τους κάθε είδους καθυστερημένους. -- Καταραμένοι, αν έπαιρνα εκδίκηση!
Οφείλουμε να είμαστε απολύτως μοντέρνοι.
Όχι ύμνοι και παιάνες: απλά κράτα το κερδισμένο έδαφος. Σκληρή νύχτα! Το ξεραμένο αίμα αχνίζει στο πρόσωπό μου και δεν έχω τίποτα πίσω μου παρα μόνο αυτό το αξιοθρήνητο δεντράκι!... Ο πνευματικός αγώνας είναι εξίσου κτηνώδης με τις μάχες των ανθρώπων. Αλλά το όραμα της δικαιοσύνης είναι θέλημα Θεού και μόνο.
Κι όμως αναμένουμε. Ας δεχτούμε καταπρόσωπο τον άνεμο της ζωντάνιας και της αληθινής τρυφερότητας. Και την αυγή, με τρομερή υπομονή, θα μπούμε στις λαμπρές πολιτείες.
Κι εγώ που μιλούσα για χέρι αγαπημένο! Είναι καλό που μπορώ να γελώ με δικές μου παλιές αγάπες ψεύτικες, και να ντροπιάζω γύρω μου τα ψευτοζευγαράκια, -- είδα την κόλαση των γυναικών εκεί κάτω -- και θα δικαιούμαι, σε μια μόνο ψυχή και σ' ένα σώμα, να κατέχω την αλήθεια. 

***

ADIEU

L'automne déjà! -- Mais pourquoi regretter un éternel soleil, si nous sommes engagés à la découverte de la clarté divine, -- loin des gens qui mereunt sur les saisons.
L'automne. Notre barque élevée dans les brumes immobiles tourne vers le port de la misère, la cité énorme au ciel taché de feu et de boue. Ah! les haillons pourris, le pain trempé de pluie, l'ivresse, les milles amours qui m'ont crucifié! Elle ne finira donc point cette goule reine de millions des âmes et de corps morts et qui seront jugés! Je me revois la peau rongée par la boue et la peste, des vers plein les cheveux et les aiselles et encore de plus gros vers dans le coeur, étendu parmi les inconnus sans âge, sans sentiment... J'aurais pu y mourir... L' affreuse évocation! J'exècre la misère.
Et je redoute l'hiver parce que c'est la saison du comfort!
-- Quelquefois je vois au ciel des plages sans fin couvertes de blanches nations en joie. Un grand vaisseau d'or, au-dessus de moi, agite ses pavillons multicolores sous les brises du matin.
J'ai créé toutes les fêtes, tous les triomphes, tous les drames. J' ai essayé d' inventer de nouvelles fleurs, de nouveaux astres, de nouvelles chairs, de nouvelles langues. J'ai cru acquérir des pouvoirs surnaturels. Eh bien ! je dois enterrer mon imagination et mes souvenirs ! Une belle gloire d'artiste et de conteur emportée!
Moi! moi qui me suis dit mage ou ange, dispensé de toute morale, je suis rendu au sol, avec un devoir à chercher, et la réalité rugueuse à étreindre! Paysan!
Suis-je trompé? la charité serait-elle soeur de la mort, pour moi?
Enfin, je demanderai pardon pour m'être nourri de mensonge. Et allons.
Mais pas une main amie! et où puiser le secours?

Oui l'heure nouvelle est au moins très-sévère.
Car je puis dire que la victoire m'est acquise : les grincements de dents, les sifflements de feu, les soupirs empestés se modèrent. Tous les souvenirs immondes s'effacent. Mes derniers regrets détalent, - des jalousies pour les mendiants, les brigands, les amis de la mort, les arriérés de toutes sortes. - Damnés, si je me vengeais!
Il faut être absolument moderne.
Point de cantiques : tenir le pas gagné. Dure nuit! le sang séché fume sur ma face, et je n'ai rien derrière moi, que cet horrible arbrisseau!... Le combat spirituel est aussi brutal que la bataille d'hommes; mais la vision de la justice est le plaisir de Dieu seul.
Cependant c'est la veille. Recevons tous les influx de vigueur et de tendresse réelle. Et à l'aurore, armés d'une ardente patience, nous entrerons aux splendides villes.
Que parlais-je de main amie! Un bel avantage, c'est que je puis rire des vieilles amours mensongères, et frapper de honte ces couples menteurs, - j'ai vu l'enfer des femmes là-bas; - et il me sera loisible de posséder la vérité dans une âme et un corps.

-----------------------------------------------------------
Arthur Rimbaud, Une Saison en Enfer, 1873
Μετάφραση: Γιώργος Κυρπιγιάν



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου