Τα εφτά ποιήματα της αγάπης σε πόλεμο
Γράφω από τη χώρα που στοιβάζουν τους ανθρώπους
μες τη βρωμιά και τη δίψα, τη σιωπή και την πείνα...
μες τη βρωμιά και τη δίψα, τη σιωπή και την πείνα...
François le Colère* (Le Musée Grevin)
I
Ένα καράβι μες τα μάτια σου
Έγινε κύριος των ανέμων
Κι εκείνα ήταν η στεριά
Κι εγώ την ξαναβρήκα
Τα μάτια σου μ'υπομονή μας καρτερούσαν
Κάτω απ'τα σύδεντρα του δάσους
Μες τη βροχή και μες την καταιγίδα
Πάνω στα χιόνια των κορφών
Ανάμεσα στο βλέμμα και τα γέλια των παιδιών
Τα μάτια σου μ'υπομονή μας καρτερούσαν
Σαν μια κοιλάδα
Πιο τρυφερή κι από 'να φυλλαράκι
Ο ήλιος τους μας στέριωνε
Και κάρπιζαν τα εύθραστά μας χρόνια
Μας καρτερούσαν να μας δουν
Πάντα
Γιατί αγάπη φέρνουμε εμείς
Τη νιότη της αγάπης
Και το νόημα της αγάπης
Τη σοφία της αγάπης
Και την αθανασία.
II
Μέρα των ματιών μας, μέσα τους είναι πιο πολλοί
Κι απ'τις μεγάλες μάχες
Μάτια γεμάτα πόλεις και χωριά
Θριαμβευτές του χρόνου
Μες της κοιλάδας την ομίχλη σιγοκαίει
Ο ήλιος ρευστός και δυνατός
Και πάνω στο χορτάρι παρελαύνει
Της άνοιξης το κόκκινο σαρκίο
Το γέρμα έχει κλείσει τα φτερά του
Πάνω απ'τ'ανέλπιδο Παρίσι
Και το φανάρι μας κλείνει μέσα του τη νύχτα
Όπως ο αιχμάλωτος τη λευτεριά.
III
Γάργαρη πηγή, γλυκιά, γυμνή
Η πανταχού παρούσα νύχτα
Η νύχτα που ενωνόμαστε
Σε άγονο κι ανόητο αγώνα
Κι η νύχτα που μας πλήγωσε
Η νύχτα που το κρεββάτι μένει άδειο
Ένα κενό της μοναξιάς
Το μέλλον μιας αγωνίας.
IV
Ένα φυτό είναι που χτυπά
Στης Γης την πόρτα
Κι ένα παιδί είναι που χτυπά
Την πόρτα της Μητέρας
Είναι ο ήλιος και η βροχή
Που γεννιούνται μαζί με το παιδί
Μεγαλώνουν μαζί με το φυτό
Ανθίζουν μαζί με το παιδί
Μα ακούω να γελούν οι γνωστικοί...
Έχουν υπολογίσει πόσο πόνο
Μπορούν να προκαλέσουν σ' ένα παιδί
Πόση ντροπή χωρίς ν' αηδιάσεις
Πόσα δάκρυα δίχως να χαθείς
Ακούω βήματα κάτω από τους τάφους
Μαύρο ήχο έμπλεο φρίκης
Έρχονται να ξεριζώσουν το φυτό
Έρχονται να ασελγήσουν στο παιδί
Με βάσανα και θλίψη.
--------------------------
*François Colère: ψευδώνυμο του Λουί Αραγκόν στην Αντίσταση
--------------------------
*François Colère: ψευδώνυμο του Λουί Αραγκόν στην Αντίσταση
***
Les sept poèmes d' amour en guerre
J' écris dans ce pays où l'on parque les hommes
Dans l' ordure et la soif, le silence et la faim
François le Colère (Le Musée Grévin)
I
Un navire dans tes yeux
Se rendait maître du vent
Tes yeux étaient le pays
Que l' on retrouve en un instant
Patients tes yeux nous attendaient
Sous les arbres des forêts
Dans la pluie dans la tourmente
Sur la neige des sommets
Entre les yeux et les jeux des enfants
Patients tes yeux nous attendaient
Ils étaient une vallée
Plus tendre qu' un seul brin d' herbe
Leur soleil donnait du poids
Aux maigres moissons humaines
Nous attendaient pour nous voir
Toujours
Car nous apportions l' amour
La jeunesse de l' amour
Et la raison de l' amour
La sagesse de l' amour
Et l' immortalité
II
Jour de nos yeux mieux peuplés
Que les plus grandes batailles
Villes et banlieues villages
De nos yeux vainqueurs du temps
Dans la fraîche vallée brûle
Le soleil fluide et fort
Et sur l' herbe se pavane
La chair rose du printemps
Le soir a fermé ses ailes
Sur Paris désespéré
Notre lampe sourient la nuit
Comme un captif la liberté.
III
La source coulant douce et nue
La nuit partout épanouie
La nuit où nous nous unissons
Dans une lutte faible et folle
Et la nuit qui nous fait injure
La nuit où se creuse le lit
Vide de la solitude
L' avenir d' une agonie:
IV
C'est une plante qui frappe
A la porte de la terre
Et c' est un enfant qui frappe
A la porte sa mère
C' est la pluie et le soleil
Qui naissent avec l' enfant
Grandissent avec la plante
Fleurissent avec l' enfant
J' entends raisonner et rire
On a calculé la peine
Qu' on peut faire à un enfant
Tant de honte sans vomir
Tant de larmes sans périr
Un bruit des pas sous la voûte
Noire et béate d' horreur
On vient déterrer la plante
On vient avilir l' enfant
Par la misère et l' ennui: