Pierre-Auguste Renoir, Ηλιοβασίλεμα στη Θάλασσα, 1879 |
[Spleen et idéal]
Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ Η ΘΑΛΑΣΣΑ
Λεύτερε άνθρωπε η θάλασσα· θα τη λατρεύεις πάντα!
Η θάλασσα ο καθρέφτης σου, που ψάχνεις την ψυχή σου
Ρεμβάζοντας το υγρό ξεδίπλωμα της απεραντοσύνης,
Δεν ειν' το πνεύμα σου άβυσσος λιγώτερο σκληρή.
Το ξέρω θα ήθελες να βυθισθείς στου ειδώλου σου τους κόλπους,
Που περικλείεις απλώνοντας το βλέμμα και τα χέρια·
και η καρδιά, καμιά φορά, χάνει τον ειρμό της,
Στο θόρυβο της φοβερής κι ασίγαστης μομφής.
Κι είστε κι οι δυο σας φειδωλοί, κι απόκρυφοι συνάμα:
Άνθρωπε, ποιός χαρτογράφησε ποτέ τις τάφρους των βυθών σου;
Ω θάλασσα, ποιός γνώρισε τα σκοτεινά σου πλούτη;
Καλά κρυμμένα μυστικά, ζηλόφθονα βαστάτε!
Μα μολαταύτα ιδού: αμέτρητοι οι αιώνες
Που μάχεστε ανελέητα, έξω από κάθε τύψη
Γιατί αγάπη σας είν' το μακελειό, κι ο θάνατος ο φίλος
Α! Αιώνιοι αντίπαλοι εσείς, και άκαρδα αδέρφια!
(από τη συλλογή Τα Άνθη του Κακού [Les Fleurs du Mal], στην έκδοση του 1861
Μετάφραση/επιμέλεια: Γιώργος Κυρπιγιάν)
L'HOMME ET LA MER
Homme libre, toujours tu chériras la mer!
La mer est ton mirroir; tu contemples ton âme
Dans le déroulement infini de sa lame,
Et ton esprit n'est pas un gouffre moins amer.
Tu te plais à plonger au sein de ton image;
Tu l'embrasses des yeux et des bras, et ton coeur
Se distrait quelquefois de sa propre rumeur
Au bruit de cette plainte indomptable et sauvage.
Vous êtes tous les deux ténébreux et discrets;
Homme, nul n'a sondé le fond de tes abîmes,
O mer, nul ne connaît tes richesses intimes,
Tant vous êtes jaloux de garder vos secrets!
Et cependant voilà des siècles innombrables
Que vous vous combattez sans pitié ni remord,
Tellement vous aimez le carnage et la mort,
O lutteurs éternels, ô frêres implacables!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου