Τετάρτη 8 Απριλίου 2020

Ουρλιαχτό, του Άλεν Γκίνζμπεργκ [α' μέρος]

Allen Ginsberg, 1926-1997


Ουρλιαχτό
   Για τον Καρλ Σόλομον

I
Είδα τα καλύτερα μυαλά της γενιάς μου κατεστραμμένα από την τρέλα, πεινασμένα υστερικά γυμνά,
να σέρνονται μέσ' απ'τους νέγρικους δρόμους την αυγή γυρεύοντας μια θυμωμένη δόση,
αγγελόμορφους χίπστερ να καίγονται για την αρχαία ουράνια σύνδεση με το αστρικό δυναμό μέσα στη μηχανή της νύχτας,
που με φτώχεια και κουρέλια και άδεια μάτια και φτιαγμένοι στάθηκαν να καπνίσουν στο υπερφυσικό σκοτάδι σε διαμερίσματα χωρίς ζεστό νερό πλέοντας στις κορυφές της πόλης συλλογιζόμενοι την τζαζ,
που κουβάλησαν τα μυαλά τους στους Ουρανούς υπό τη σκέπη του Ελ και είδαν Μωαμεθανούς αγγέλους να τρεκλίζουν σε ταράτσες λουσμένοι στο φως,
που πέρασαν από πανεπιστήμια μ'ακτινοβόλα ήρεμα μάτια και παραισθήσεις για το Αρκάνσας και την τραγωδία στον Μπλέηκ ανάμεσα στους ειδήμονες του πολέμου,
που αποβλήθηκαν από τις ακαδημίες για τρέλα & έκδοση άσεμνων ωδών στα παράθυρα του κρανίου,
που ζάρωσαν σ'αξύριστα δωμάτια φορώντας μόνο εσώρουχα, καίγοντας τα λεφτά τους σε σκουπιδοτενεκέδες κι ακούγοντας τον Τρόμο μέσ' απ'τον τοίχο,
που τους έπιασαν όταν ακόμη βγάζαν τρίχες ενώ γύριζαν μέσω Laredo στη Νέα Υόρκη με μια ζώνη γεμάτη μαριχουάνα,
που έφαγαν φωτιά σε βαμμένα ξενοδοχεία ή κατάπιαν νέφτι στο Στενό του Παραδείσου, θάνατος, ή κόλαζαν τα κορμιά τους νύχτες και νύχτες,
με όνειρα, με ναρκωτικά, με ζωντανούς εφιάλτες, αλκοόλ και πούτσο κι ατέλειωτα αρχίδια,
ασύγκριτοι δρόμοι στο πουθενά από τρεμάμενο σύννεφο κι αστραπή στο μυαλό να πηδά στους πόλους του Καναδά & του Πάτερσον, φωτίζοντας όλον τον ακίνητο κόσμο του Χρόνου ανάμεσά τους,
στιβαρότητες του πεγιότ σε αίθουσες, αυγές νεκροταφείου από πράσινα δέντρα της πίσω αυλής, μεθύσι από κρασί πάνω απ'τις οροφές, δήμοι της βιτρίνας σε άγριες βόλτες με χασίς και τα φανάρια νέον ν'αναβοσβήνουν, ήλιος και φεγγάρι και κραδασμοί δέντρων στα βρυχώμενα χειμωνιάτικα δειλινά του Μπρούκλιν, φλυαρίες του τίποτα κι ευγενικό βασιλόφως του μυαλού,
που αλυσοδέθηκαν σε υπόγειους σιδηρόδρομους για την ατέλειωτη διαδρομή απ'το Battery στο Άγιο Μπρονξ υπό την επήρεια βενζεδρίνης ώσπου ο θόρυβος από ρόδες και παιδιά τους έριξαν χάμω τρέμοντας με στόμα στεγνό χτυπημένους μέχρι να μείνουν χωρίς μυαλό, όλα χωρίς λάμψη πια στο ζοφερό φως του Ζωολογικού Κήπου,
που βυθίστηκαν όλη νύχτα στο υποβρύχιο φως του Bickford, αναδύθηκαν και κάθησαν μέσα στο απόγευμα της μπαγιάτικης μπύρας στο ερημωμένο Fugazzi, ακούγοντας τη ρωγμή του χαμού στο τζουκμποξ του υδρογόνου,
που επί εβδομήντα ώρες μιλούσαν συνεχώς από πάρκο σε μαξιλάρι στο Bellevue στο μουσείο στη Γέφυρα του Μπρούκλιν,
χαμένο τάγμα πλατωνικών λογάδων που πηδούσαν σκυφτοί από τις σκάλες κινδύνου, από περβάζια, από το Empire State έξω απ' το φεγγάρι,
φλυαρώντας, ουρλιάζοντας, ξερνώντας, ψιθυρίζοντας γεγονότα και μνήμες κι ανέκδοτα και χάρματα οφθαλμών και σοκ των νοσοκομείων και των φυλακών και των πολέμων, 
ολόκληρες διάνοιες που τις ξέρασαν σε ολική επαναφορά για επτά μέρες και νύχτες με λαμπρά μάτια, κρέας για τη συναγωγική κάστα του πεζοδρομίου,
που χάθηκαν στο Ζεν του πουθενά στο New Jersey αφήνοντας πίσω τους ένα διφορούμενο μονοπάτι από καρτ-ποστάλ που έδειχναν το δημαρχείο του Ατλάντικ Σίτυ, υποφέροντας από Ανατολικές εφιδρώσεις και αρθριτικά της Ταγγέρης και ημικρανίες της Κίνας και στερητικό σύνδρομο στο ζοφερό επιπλωμένο δωμάτιο του Νιούαρκ,
που περιπλανήθηκαν πέρα δώθε τα μεσάνυχτα στο αμαξοστάσιο των τρένων, αναρωτώμενοι πού να πάνε, και πήγαν, χωρίς ν'αφήσουν πίσω τους ραγισμένες καρδιές,
που άναψαν τσιγάρα σε βαγόνια βαγόνια βαγόνια διασχίζοντας με θόρυβο το χιόνι για μοναχικές φάρμες στη γέρικη νύχτα,
που μελέτησαν Πλωτίνο Πόε Άγιο Ιωάννη του Σταυρού τηλεπάθεια και μποπ καμπάλα γιατί το σύμπαν δονούνταν ενστικτωδώς κάτω απ' τα πόδια τους στο Κάνσας,
που τριγυρνούσαν μοναχοί στους δρόμους του Idaho ψάχνοντας οραματιστές ινδιάνους αγγέλους που ήταν οραματιστές ινδιάνοι άγγελοι,
που σκέφτηκαν πως είναι απλώς τρελοί όταν η Βαλτιμόρη φεγγοβολούσε σε υπερφυσική έκσταση,
που πήδησαν σε λιμουζίνες με τον Κινέζο της Οκλαχόμα ωθούμενοι από τη χειμωνιάτικη βροχή του μεσονυχτίου στα φώτα του δρόμου της μικρής πόλης,
που διέσχισαν μόνοι και πεινασμένοι το Χιούστον ψάχνοντας τζαζ ή σεξ ή σούπα, και ακολούθησαν τον λαμπρό Ισπανό για να συζητήσουν για την Αμερική και την Αιωνιότητα, ανέλπιδος στόχος, κι έτσι πήραν το πλοίο για την Αφρική,
που εξαφανίστηκαν στα ηφαίστεια του Μεξικό αφήνοντας πίσω τους μόνο τη σκιά μιας εργατικής φόρμας και τη λάβα και τη στάχτη της ποίησης σκορπισμένη στο τζάκι που λέγεται Σικάγο,
που επανεμφανίστηκαν στη Δυτική Ακτή ερευνώντας το FBI με γένεια και κοντά παντελόνια και μεγάλα ειρηνιστικά μάτια σέξυ με το σκούρο τους δέρμα μοιράζοντας ακαταλαβίστικα φυλλάδια,
που έσβηναν τσιγάρα στα χέρια τους διαμαρτυρόμενοι για τη ναρκωτική θολούρα του καπνού του Καπιταλισμού,
που μοίρασαν Υπερκομμουνιστικές μπροσούρες στη Union Square κλαίγοντας και βγάζοντας τα ρούχα τους ενώ οι σειρήνες του Λος Άλαμος τους έκαναν να θρηνούν, και θρηνούσαν το Τείχος, και το φέρυ μποτ του Staten Island θρηνούσε κι αυτό,
που κατέρρευσαν κλαίγοντας σε λευκά γυμναστήρια γυμνοί και τρέμοντας μπροστά στη μηχανή άλλων σκελετών,
που δάγκωσαν αστυνομικούς στο λαιμό και στρίγκλισαν ηδονικά μέσα σε περιπολικά, χωρίς να έχουν διαπράξει κανένα έγκλημα παρά μόνο τη δική τους άγρια παιδεραστεία και μέθη,
που ούρλιαξαν πεσμένοι στα γόνατα στον ηλεκτρικό και τους έσυραν από την οροφή ενώ ανέμιζαν τα γεννητικά τους όργανα και χειρόγραφα,
που αφέθηκαν να γαμηθούν στον κώλο από μοτοσυκλετιστές αγίους, και κραύγασαν με χαρά,
που πίπωσαν και πιπώθηκαν από εκείνα τα ανθρώπινα σεραφείμ, τους ναύτες, χάδια του Ατλαντικού και Καραϊβικού έρωτα,
που χόρεψαν το πρωί τα βράδια σε κήπους με τριαντάφυλλα και στο γρασίδι των δημόσιων πάρκων και στα νεκροταφεία σκορπίζοντας το σπέρμα τους ελεύθερα σε όποιον τύχαινε να θέλει,
που τους έπιανε ατελείωτος λόξυγγας προσπαθώντας να γελάσουν, αλλά κατέληξαν μ'ένα αναφιλητό πίσω από ένα διαχωριστικό σ' ένα Τούρκικο Χαμάμ όταν ο ξανθός & γυμνός άγγελος ήρθε και τους τρύπησε μ' ένα ξίφος, 
που έχασαν τους εραστές τους από τις τρεις γριές μέγαιρες της μοίρας, τη μονόφθαλμη μέγαιρα του ετεροφυλόφιλου δολαρίου τη μονόφθαλμη μέγαιρα που γνέφει έξω απ΄τη μήτρα και τη μονόφθαλμη μέγαιρα που δεν κάνει τίποτε άλλο πέρα απ'το να κάθεται και να κόβει τις πνευματικές χρυσές χορδές του αργαλειού του τεχνίτη,
που συνευρίσκονταν εκστατικοί κι αχόρταγοι μ' ένα μπουκάλι μπύρα μια αγαπούλα ένα πακέτο τσιγάρα ένα κερί κι έπεφταν απ' το κρεββάτι, και συνέχιζαν στο πάτωμα και στον διάδρομο και κατέληξαν να λιποθυμούν στον τοίχο μ'ένα όραμα απόλυτου μουνιού και τέλειωναν γλυτώνοντας την τελευταία εκσπερμάτωση συνείδησης,
που γλύκαναν τα μουνάκια ενός εκατομμυρίου κοριτσιών τρέμοντας στο ηλιοβασίλεμα, κι είχαν κόκκινα μάτια το πρωί αλλά ετοιμάζονταν να γλυκάνουν το μουνάκι της αυγής, δείχνοντας τον πισινό τους κάτω από αχυρώνες και κολυμπώντας γυμνοί στις λίμνες,
που ξαμολύθηκαν εκπορνευόμενοι στο Κολοράντο σε μυριάδες κλεμμένα αυτοκίνητα της νύχτας, N.C. τα αρχικά του, μυστικός ήρωας αυτών εδώ των ποιημάτων, γαμιάς και Άδωνις του Ντένβερ -- αιωνία η μνήμη των αμέτρητων συνευρέσεών του με κορίτσια σε άδεια πάρκινγκ & πίσω από εστιατόρια, σε χαλασμένα καθίσματα του σινεμά, σε βουνοκορφές σε σπηλιές ή με λιπόσαρκες σερβιτόρες σε γνώριμες μοναχικές άκρες του δρόμου και σηκωμένα μεσοφόρια & ειδικά σε μυστικά βενζινάδικα σολιψισμοί του τέλειου άντρα & σοκάκια της γενέτειρας πόλης του επίσης,
που βάρυναν τα μάτια τους σ' ατέλειωτες και ποταπές ταινίες, γλίστρησαν στ΄όνειρο, ξύπνησαν σ'ένα αιφνίδιο Μανχάταν, και βγήκαν έξω από τα υπόγεια ζαλισμένοι απ'τ' άκαρδο Tokay και τους τρόμους των σιδηρών ονείρων της Τρίτης Λεωφόρου & κίνησαν παραπατώντας για τα γραφεία ευρέσεως εργασίας,
που περπάτησαν όλη τη νύχτα με τα παπούτσια τους γεμάτα αίμα στις χιονισμένες προκυμαίες περιμένοντας μια πόρτα στο East River ν' ανοίξει γεμάτη ζεστούς υδρατμούς και όπιο,
που έφτιαξαν σπουδαία αυτοκτονικά δράματα στις χτισμένες όχθες του ποταμού Hudson κάτω απ'τον γαλάζιο προβολέα του φεγγαριού σε καιρό πολέμου & τα κεφάλια τους θα στεφανώσει η δάφνη της λήθης,
που έφαγαν το αρνί από την κατσαρόλα της φαντασίας ή χώνεψαν το καβούρι στον λασπωμένο βυθό των ποταμών του Bowery,
που έκλαψαν για το ρομάντζο των δρόμων με τα καρότσια τους του σουπερμάρκετ γεμάτα κρεμμύδια και κακή μουσοκή,
που έκατσαν σε κουτιά αναπνέοντας στο σκοτάδι κάτω απ'τη γέφυρα, και σηκώθηκαν για να χτίσουν αρπίχορδα στις σοφίτες τους,
που έβηχαν στον έκτο όροφο του Χάρλεμ στεφανωμένοι με φλόγες κάτω απ'τον φυματικό ουρανό κυκλωμένοι από πορτοκαλί κιβώτια θεολογίας,
που έγραφαν βιαστικά όλη νύχτα ροκεντρολάροντας μεγαλόπνοα ξόρκια που στο κιτρινισμένο πρωινό φαίνονταν ασυνάρτητες στροφές,
που μαγείρεψαν ψοφίμια πνεύμονα καρδιά πόδια ουρά σούπα borscht & τορτίγιες ονειρευόμενοι το αγνό φυτικό βασίλειο,
που βούτηξαν κάτω από φορτηγά-ψυγεία κρεάτων γυρεύοντας ένα αυγό,
που πέταξαν τα ρολόγια τους από τις ταράτσες ρίχνοντας την ψήφο τους υπέρ μιας Αιωνιότητας έξω από χρόνο, και τα ξυπνητήρια έπεφταν στα κεφάλια τους κάθε μέρα για την επόμενη δεκαετία,
που έκοψαν τις φλέβες τους τρεις φορές στη σειρά χωρίς επιτυχία, τα παράτησαν και αναγκάστηκαν ν' ανοίξουν μαγαζιά με αντίκες όπου σκέπτονταν οτι γερνούν και έκλαιγαν,
που κἀηκαν ζωντανοί με τις αθώες φανέλες τους στη Λεωφόρο Μάντισον ανάμεσα σ'εκρήξεις βαρέως στίχου & τους μεθυσμένους κρότους των σιδηρών συνταγμάτων της μόδας & τις στριγκλιές νιτρογλυκερίνης των ξωτικών της διαφήμισης & το αέριο μουστάρδας διαβολικών ευφυών συντακτών, ή τους πάτησαν τα μεθυσμένα ταξί της Απόλυτης Πραγματικότητας,
που πήδηξαν από τη Γέφυρα του Μπρούκλιν αυτό όντως συνέβη κι έφυγαν άγνωστοι και ξεχασμένοι για την ωχρή ζάλη της Chinatown στα σοκάκια της σούπας & τα πυροσβεστικά οχήματα, κι ούτε μια μπύρα κερασμένη,
που τραγούδησαν έξω από τα παράθυρά τους απελπισμένοι, έπεσαν έξω απ'τα παράθυρα του ηλεκτρικού, πήδησαν στο βρωμερό Passaic, όρμησαν σε νέγρους, έκλαιγαν σ'όλο το δρόμο, χόρεψαν ξυπόλυτοι πάνω σε σπασμένα μπουκάλια κρασιού έσπασαν δίσκους με νοσταλγική Ευρωπαϊκή του '30 Γερμανική τζαζ και ξέρασαν βογκώντας στη ματωμένη τουαλέτα, με στεναγμούς στ'αυτιά τους κι εκρήξεις από κολοσσιαίες σφυρίχτρες τρένων,
που τσούλησαν στους αυτοκινητοδρόμους του χθες ταξιδεύοντας ο ένας στον πουσαρισμένο Γολγοθά και τη φυλακή της μοναξιάς του άλλου ή την ενσάρκωση της τζαζ του Μπέρμινγχαμ,
που οδήγησαν σε ανώμαλους δρόμους επι εβδομηνταδύο ώρες για να μάθουν αν εγώ είδα όραμα ή αν εσύ είδες όραμα ή αν αυτός είδε όραμα για να βρουν επιτέλους την Αιωνιότητα,
που ταξίδεψαν στο Ντένβερ, που πέθαναν στο Ντένβερ, που γύρισαν στο Ντένβερ & περίμεναν μάταια, που πρόσεχαν το Ντένβερ και τελικά έφυγαν μακριά για να βρουν τον Χρόνο & τώρα το Ντένβερ έχει μείνει μοναχό και άδειο απ'τους ήρωές του,
που έπεσαν στα γόνατα σ'ανέλπιδους καθεδρικούς ναούς προσευχόμενοι ο ένας για τη σωτηρία του άλλου και για φως και για στήθη, ωσπου η ψυχή φωταγώγησε τα μαλλιά της για ένα δευτερόλεπτο,
που έσπαγαν τα κεφάλια τους περιμένοντας στη φυλακή απίστευτους εγκληματίες με χρυσά κεφάλια και τη χάρη της πραγματικότητας στις καρδιές τους και τραγούδησαν γλυκά μπλουζ για το Αλκατράζ,
που αποσύρθηκαν στο Μεξικό για να καλλιεργήσουν μια συνήθεια, ή στα Βραχώδη Όρη για τον τρυφερό Βούδα ή στην Ταγγέρη για αγόρια ή στον Νότιο Ειρηνικό για τη μαύρη ατμομηχανή ή στο Χάρβαρντ για τον Νάρκισσο για το Woodlawn για τα όργια ή τον τάφο,
που απαίτησαν να κρίνει το δικαστήριο την πνευματική τους διαύγεια κατηγορώντας το ραδιόφωνο για υπνωτισμό & αφέθηκαν με την παραφροσύνη τους & τα χέρια τους & διχασμένους ενόρκους,
που πέταξαν πατατοσαλάτα σε λέκτορες του Ντανταϊσμού στο CCNY και κατόπιν παρουσιάστηκαν στα γρανιτένια σκαλοπάτια του τρελοκομείου με ξυρισμένα κεφάλια και λόγια αρλεκίνου περί αυτοκτονίας, απαιτώντας άμεση λοβοτομή,
και που αντί γι'αυτό τους χορηγήθηκε τσιμεντένιο κενό από ινσουλίνη Μετραζόλ ηλεκτρισμό υδροθεραπεία ψυχοθεραπεία εργασιοθεραπεία πινγκ-πονγκ & αμνησία,
που σε ένδειξη σοβαρής διαμαρτυρίας αναποδογύρισαν μόνο ένα συμβολικό τραπέζι του πινγκ-πονγκ, και αναπαύτηκαν για λίγο σε κατατονία,
για να γυρίσουν χρόνια αργότερα όντως φαλακροί με εξαίρεση μια περούκα αίμα, και δάκρυα και δάχτυλα, στην ορατή του τρελού μοίρα των θαλάμων των ψυχιατρικουπόλεων της Ανατολής,
στους δύσοσμους διαδρόμους του Pilgrim State του Rockland και του Greystone, στήνοντας καβγά με τους απόηχους της ψυχής, ροκεντρολάροντας σε μεσονύχτιους πάγκους μοναξιάς κι αρχαίους τάφους των βασιλείων της αγάπης, όνειρο για ζωή που έγινε εφιάλτης, σώματα που έγιναν βαριά σαν το φεγγάρι,
με τη μητέρα τελικά ******, και το τελευταίο φανταστικό βιβλίο πεταμένο από το παράθυρο, και την τελευταία πόρτα κλειστή στις 4 π.μ. και το τελευταίο τηλέφωνο να σπάει στον τοίχο ως απάντηση και το τελευταίο επιπλωμένο δωμάτιο άδειο κι απ'το τελευταίο πνευματικό έπιπλο, ένα κίτρινο χαρτί υψώθηκε τσαλακωμένο σε μια συρμάτινη κρεμάστρα στη ντουλάπα, κι ακόμη κι αυτό φανταστικό, τίποτε άλλο παρά λίγη ελπιδοφόρα παραίσθηση -- 
αχ, Καρλ, όσο εσύ δεν είσαι ασφαλής ούτε γω είμαι ασφαλής, και τώρα είσαι πραγματικά μέσα στην ολική ζωώδη σούπα του χρόνου --
και που το λοιπόν έτρεξαν μέσ' απ'τους παγωμένους δρόμους έχοντας πάθει εμμονή με μια ξαφνική αναλαμπή της αλχημείας της χρήσης της έλλειψης του καταλόγου του μέτρου & της δονούμενης διάστασης,
που ονειρεύτηκαν κι έφτιαξαν σάρκινα κενά στον Χρόνο & τον Χώρο μέσα από αντικρουόμενες εικόνες, και παγίδευσαν τον αρχάγγελο της ψυχής ανάμεσα σε 2 οπτικές εικόνες κι ένωσαν τα στοιχειώδη ρήματα κι έβαλαν το ουσιαστικό και την παύλα της συνείδησης μαζί πηδώντας πάνω κάτω με μια αίσθηση Pater Omnipotens Aeterna Deus
για να ξαναφτιάξουν τη σύνταξη και το μέτρο της φτωχής ανθρώπινης πρόζας και να σταθούν μπροστά σου άφωνοι και ευφυείς και τρέμοντας από ντροπή, έχοντας απορριφθεί κι όμως ομολογώντας φωναχτά την ψυχή για να προσαρμοστούν στον ρυθμό της σκέψης μέσα στο γυμνό κι ατέλειωτο κεφάλι του,
του τρελού αλήτη κι άγγελου ρυθμού μέσα στον Χρόνο, αγνώστου, μα που καταγράφει εδώ τί θα μπορούσε να λεχθεί στον χρόνο μετά τον θάνατο,
και υψώθηκαν μετενσαρκωμένοι στα ωχρά ρούχα της τζαζ στη χρυσοκέρατη σκιά της μπάντας και φύσηξαν τον καημό του γυμνού μυαλού της Αμερικής για την αγάπη σ'ένα σαξόφωνο που φώναζε ηλί ηλί λαμά σαβαχθανί κι έκανε τις πόλεις να τρέμουν ως το τελευταίο ραδιόφωνο
με την απόλυτη καρδιά του ποιήματος της ζωής σφαγμένη έξω απ'τα ίδια τους τα σώματα, αρκετή να τρως για χίλια χρόνια.


***

HOWL
   for Carl Solomon

I
I saw the best minds of my generation destroyed by madness, starving hysterical naked,
dragging themselves through the negro streets at dawn looking for an angry fix,
angelheaded hipsters burning for the ancient heavenly connection to the starry dynamo in the machinery of night,
who poverty and tatters and hollow-eyed and high sat up smoking in the supernatural darkness of cold-water flats floating across the tops of cities contemplating jazz,
who bared their brains to Heaven under the El and saw Mohammedan angels staggering on tenement roofs illuminated,
who passed through universities with radiant cool eyes hallucinating Arkansas and Blake-light tragedy among the scholars of war,
who were expelled from the academies for crazy & publishing obscene odes on the windows of the skull,
who cowered in unshaven rooms in underwear, burning their money in wastebaskets and listening to the Terror through the wall,
who got busted in their pubic beards returning through Laredo with a belt of marijuana for New York,
who ate fire in paint hotels or drank turpentine in Paradise Alley, death, or purgatoried their torsos night after night
with dreams, with drugs, with waking nightmares, alcohol and cock and endless balls,
incomparable blind streets of shuddering cloud and lightning in the mind leaping toward poles of Canada & Paterson, illuminating all the motionless world of Time between,
Peyote solidities of halls, backyard green tree cemetery dawns, wine drunkenness over the rooftops, storefront boroughs of teahead joyride neon blinking traffic light, sun and moon and tree vibrations in the roaring winter dusks of Brooklyn, ashcan rantings and kind king light of mind,
who chained themselves to subways for the endless ride from Battery to holy Bronx on benzedrine until the noise of wheels and children brought them down shuddering mouth-wracked and battered bleak of brain all drained of brilliance in the drear light of Zoo,
who sank all night in submarine light of Bickford’s floated out and sat through the stale beer afternoon in desolate Fugazzi’s, listening to the crack of doom on the hydrogen jukebox,
who talked continuously seventy hours from park to pad to bar to Bellevue to museum to the Brooklyn Bridge,
a lost battalion of platonic conversationalists jumping down the stoops off fire escapes off windowsills off Empire State out of the moon,
yacketayakking screaming vomiting whispering facts and memories and anecdotes and eyeball kicks and shocks of hospitals and jails and wars,
whole intellects disgorged in total recall for seven days and nights with brilliant eyes, meat for the Synagogue cast on the pavement,
who vanished into nowhere Zen New Jersey leaving a trail of ambiguous picture postcards of Atlantic City Hall,
suffering Eastern sweats and Tangerian bone-grindings and migraines of China under junk-withdrawal in Newark’s bleak furnished room,   
who wandered around and around at midnight in the railroad yard wondering where to go, and went, leaving no broken hearts,
who lit cigarettes in boxcars boxcars boxcars racketing through snow toward lonesome farms in grandfather night,
who studied Plotinus Poe St. John of the Cross telepathy and bop kabbalah because the cosmos instinctively vibrated at their feet in Kansas,   
who loned it through the streets of Idaho seeking visionary indian angels who were visionary indian angels,
who thought they were only mad when Baltimore gleamed in supernatural ecstasy,
who jumped in limousines with the Chinaman of Oklahoma on the impulse of winter midnight streetlight smalltown rain,
who lounged hungry and lonesome through Houston seeking jazz or sex or soup, and followed the brilliant Spaniard to converse about America and Eternity, a hopeless task, and so took ship to Africa,
who disappeared into the volcanoes of Mexico leaving behind nothing but the shadow of dungarees and the lava and ash of poetry scattered in fireplace Chicago,
who reappeared on the West Coast investigating the FBI in beards and shorts with big pacifist eyes sexy in their dark skin passing out incomprehensible leaflets,
who burned cigarette holes in their arms protesting the narcotic tobacco haze of Capitalism,
who distributed Supercommunist pamphlets in Union Square weeping and undressing while the sirens of Los Alamos wailed them down, and wailed down Wall, and the Staten Island ferry also wailed,
who broke down crying in white gymnasiums naked and trembling before the machinery of other skeletons,
who bit detectives in the neck and shrieked with delight in policecars for committing no crime but their own wild cooking pederasty and intoxication,
who howled on their knees in the subway and were dragged off the roof waving genitals and manuscripts,
who let themselves be fucked in the ass by saintly motorcyclists, and screamed with joy,
who blew and were blown by those human seraphim, the sailors, caresses of Atlantic and Caribbean love,
who balled in the morning in the evenings in rosegardens and the grass of public parks and cemeteries scattering their semen freely to whomever come who may,
who hiccuped endlessly trying to giggle but wound up with a sob behind a partition in a Turkish Bath when the blond & naked angel came to pierce them with a sword,
who lost their loveboys to the three old shrews of fate the one eyed shrew of the heterosexual dollar the one eyed shrew that winks out of the womb and the one eyed shrew that does nothing but sit on her ass and snip the intellectual golden threads of the craftsman’s loom,
who copulated ecstatic and insatiate with a bottle of beer a sweetheart a package of cigarettes a candle and fell off the bed, and continued along the floor and down the hall and ended fainting on the wall with a vision of ultimate cunt and come eluding the last gyzym of consciousness,
who sweetened the snatches of a million girls trembling in the sunset, and were red eyed in the morning but prepared to sweeten the snatch of the sunrise, flashing buttocks under barns and naked in the lake,
who went out whoring through Colorado in myriad stolen night-cars, N.C., secret hero of these poems, cocksman and Adonis of Denver—joy to the memory of his innumerable lays of girls in empty lots & diner backyards, moviehouses’ rickety rows, on mountaintops in caves or with gaunt waitresses in familiar roadside lonely petticoat upliftings & especially secret gas-station solipsisms of johns, & hometown alleys too,
who faded out in vast sordid movies, were shifted in dreams, woke on a sudden Manhattan, and picked themselves up out of basements hung-over with heartless Tokay and horrors of Third Avenue iron dreams & stumbled to unemployment offices,
who walked all night with their shoes full of blood on the snowbank docks waiting for a door in the East River to open to a room full of steam-heat and opium,
who created great suicidal dramas on the apartment cliff-banks of the Hudson under the wartime blue floodlight of the moon & their heads shall be crowned with laurel in oblivion,
who ate the lamb stew of the imagination or digested the crab at the muddy bottom of the rivers of Bowery,
who wept at the romance of the streets with their pushcarts full of onions and bad music,
who sat in boxes breathing in the darkness under the bridge, and rose up to build harpsichords in their lofts,
who coughed on the sixth floor of Harlem crowned with flame under the tubercular sky surrounded by orange crates of theology,
who scribbled all night rocking and rolling over lofty incantations which in the yellow morning were stanzas of gibberish,
who cooked rotten animals lung heart feet tail borsht & tortillas dreaming of the pure vegetable kingdom,
who plunged themselves under meat trucks looking for an egg,
who threw their watches off the roof to cast their ballot for Eternity outside of Time, & alarm clocks fell on their heads every day for the next decade,
who cut their wrists three times successively unsuccessfully, gave up and were forced to open antique stores where they thought they were growing old and cried,
who were burned alive in their innocent flannel suits on Madison Avenue amid blasts of leaden verse & the tanked-up clatter of the iron regiments of fashion & the nitroglycerine shrieks of the fairies of advertising & the mustard gas of sinister intelligent editors, or were run down by the drunken taxicabs of Absolute Reality,
who jumped off the Brooklyn Bridge this actually happened and walked away unknown and forgotten into the ghostly daze of Chinatown soup alleyways & firetrucks, not even one free beer,
who sang out of their windows in despair, fell out of the subway window, jumped in the filthy Passaic, leaped on negroes, cried all over the street, danced on broken wineglasses barefoot smashed phonograph records of nostalgic European 1930s German jazz finished the whiskey and threw up groaning into the bloody toilet, moans in their ears and the blast of colossal steamwhistles,
who barreled down the highways of the past journeying to each other’s hotrod-Golgotha jail-solitude watch or Birmingham jazz incarnation,
who drove crosscountry seventytwo hours to find out if I had a vision or you had a vision or he had a vision to find out Eternity,
who journeyed to Denver, who died in Denver, who came back to Denver & waited in vain, who watched over Denver & brooded & loned in Denver and finally went away to find out the Time, & now Denver is lonesome for her heroes,
who fell on their knees in hopeless cathedrals praying for each other’s salvation and light and breasts, until the soul illuminated its hair for a second,
who crashed through their minds in jail waiting for impossible criminals with golden heads and the charm of reality in their hearts who sang sweet blues to Alcatraz,
who retired to Mexico to cultivate a habit, or Rocky Mount to tender Buddha or Tangiers to boys or Southern Pacific to the black locomotive or Harvard to Narcissus to Woodlawn to the daisychain or grave,
who demanded sanity trials accusing the radio of hypnotism & were left with their insanity & their hands & a hung jury,
who threw potato salad at CCNY lecturers on Dadaism and subsequently presented themselves on the granite steps of the madhouse with shaven heads and harlequin speech of suicide, demanding instantaneous lobotomy,
and who were given instead the concrete void of insulin Metrazol electricity hydrotherapy psychotherapy occupational therapy pingpong & amnesia,
who in humorless protest overturned only one symbolic pingpong table, resting briefly in catatonia,
returning years later truly bald except for a wig of blood, and tears and fingers, to the visible madman doom of the wards of the madtowns of the East,
Pilgrim State’s Rockland’s and Greystone’s foetid halls, bickering with the echoes of the soul, rocking and rolling in the midnight solitude-bench dolmen-realms of love, dream of life a nightmare, bodies turned to stone as heavy as the moon,
with mother finally ******, and the last fantastic book flung out of the tenement window, and the last door closed at 4 A.M. and the last telephone slammed at the wall in reply and the last furnished room emptied down to the last piece of mental furniture, a yellow paper rose twisted on a wire hanger in the closet, and even that imaginary, nothing but a hopeful little bit of hallucination—
ah, Carl, while you are not safe I am not safe, and now you’re really in the total animal soup of time—
and who therefore ran through the icy streets obsessed with a sudden flash of the alchemy of the use of the ellipsis catalogue a variable measure and the vibrating plane,
who dreamt and made incarnate gaps in Time & Space through images juxtaposed, and trapped the archangel of the soul between 2 visual images and joined the elemental verbs and set the noun and dash of consciousness together jumping with sensation of Pater Omnipotens Aeterna Deus
to recreate the syntax and measure of poor human prose and stand before you speechless and intelligent and shaking with shame, rejected yet confessing out the soul to conform to the rhythm of thought in his naked and endless head,
the madman bum and angel beat in Time, unknown, yet putting down here what might be left to say in time come after death,
and rose reincarnate in the ghostly clothes of jazz in the goldhorn shadow of the band and blew the suffering of America’s naked mind for love into an eli eli lamma lamma sabacthani saxophone cry that shivered the cities down to the last radio
with the absolute heart of the poem of life butchered out of their own bodies good to eat a thousand years.

-------------------------------------------------------------
Allen Ginsberg, Howl and Other Poems (1956)
Μετάφραση: Γιώργος Κυρπιγιάν
 


 



















Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου